.
.
Φεγγιτοβέρ’

Τον παρχάρ’ εροθύμεσα

Τον παρχάρ’ εροθύμεσα
fullscreen
Τον παρχάρ’ εροθύμεσα,
τα κάσ̌ι͜α, τα κολτούκια,
τ’ ορμάνι͜α, τ’ ορμανόφρυδα
και τα καλαπαλούκια

Να λάσκουμαι σα τσ̌ιμένια
με δέκα κεμεντζ̌έδες
Να παίζ’νε και να τραγωδώ
σ’ όλια τα τσ̌εβερμέδες

Να παίρω μύρα θυμαρί’,
ν’ ακούω ζου λαλίαν
Να ελέπω τζ̌άκ’ να μουχανίζ’,
κουσ̌κούρ’ να παίρ’ φωτίαν

Να πίνω πεγαδί’ νερόν
κι ας σο ξυλάγγ’ το τάνι
Τουσ̌έκ’ να ευτάγω το τσ̌αΐρ’,
τ’ άστρα να ’χω γεργάνι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεργάνιπάπλωμα yorgan
ελέπωβλέπω
εροθύμεσανοστάλγησα
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ζουαγελάδας
καλαπαλούκιασωρός αχρείαστων πραγμάτων, τσούρμο kalabalık
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
κολτούκιαμασχάλες, άκριες/απόμεροι τόποι koltuk
κουσ̌κούρ’πλινθοποιημένη και αποξηραμένη κοπριά που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη
λαλίανλαλιά, φωνή
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μουχανίζ’καπνίζει
μύραοσμή, μυρωδιά
ξυλάγγ’ξύλινο αγγείο στο οποίο γίνεται μέσω ανακίνησης ο διαχωρισμός του βούτυρου από το γάλα ή από το γιαούρτι
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
ορμανόφρυδααπότομες άκρες δασών, γκρεμοί orman + ὀφρύδιον
παίζ’νεπαίζουν
παίρ’παίρνω/ει
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγαδί’βρύσης
τουσ̌έκ’στρώμα, κρεβάτι döşek
τραγωδώτραγουδάω
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌εβερμέδεςπεριφραγμένοι χώροι πάνω στα παρχάρια που περίκλειαν μικρή καλλιεργήσιμη έκταση çevirme=φράχτης από ξύλα/κλαδιά δέντρων
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεργάνιπάπλωμα yorgan
ελέπωβλέπω
εροθύμεσανοστάλγησα
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ζουαγελάδας
καλαπαλούκιασωρός αχρείαστων πραγμάτων, τσούρμο kalabalık
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κεμεντζ̌έδεςλύρες kemençe/kemānçe
κολτούκιαμασχάλες, άκριες/απόμεροι τόποι koltuk
κουσ̌κούρ’πλινθοποιημένη και αποξηραμένη κοπριά που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη
λαλίανλαλιά, φωνή
λάσκουμαιπεριφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι ἀλάομαι/ηλάσκω
μουχανίζ’καπνίζει
μύραοσμή, μυρωδιά
ξυλάγγ’ξύλινο αγγείο στο οποίο γίνεται μέσω ανακίνησης ο διαχωρισμός του βούτυρου από το γάλα ή από το γιαούρτι
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
ορμανόφρυδααπότομες άκρες δασών, γκρεμοί orman + ὀφρύδιον
παίζ’νεπαίζουν
παίρ’παίρνω/ει
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
πεγαδί’βρύσης
τουσ̌έκ’στρώμα, κρεβάτι döşek
τραγωδώτραγουδάω
τσ̌αΐρ’λιβάδι çayır
τσ̌εβερμέδεςπεριφραγμένοι χώροι πάνω στα παρχάρια που περίκλειαν μικρή καλλιεργήσιμη έκταση çevirme=φράχτης από ξύλα/κλαδιά δέντρων
τσ̌ιμένιαγρασίδια, χλοερές εκτάσεις çimen
Τον παρχάρ’ εροθύμεσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost