.
.
Το φίλεμα σ’ μελένιον

Νε σ̌κύλ’ αφορισμένον

Νε σ̌κύλ’ αφορισμένον
fullscreen
Αρνί μ’, έρθεν η άνοιξην
θα εβγαίν’νε τ’ οφίδι͜α
Νασάν που κάθεται σ’ οσπίτ’,
ν’ αηλί που πάει σ’ αιγ̆ίδι͜α

Σ’ οσπίτι σ’ εβραδι͜άσκουμ’νε,
πώς ’κ’ έλεες με «μένον»;
Ατσ̌ά τίναν εγάπανες,
νε σ̌κύλ’ αφορισμένον;

Ατόν τηνάν εγάπεσες,
Θεέ μ’, να παλαλούται!
Σ’ ορμάνι͜α να ταράεται
να πάει ρούζ’ και σκοτούται

Σ̌εκέριν εψαλάφεσα
Είπε με «σο σακκίν έν’»
Εχάλασα σον κόλφον ατ’ς
Είπε με «τ’ εσά ’κ’ είναι»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αιγ̆ίδι͜ακατσίκες
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
εβγαίν’νεβγαίνουν
εβραδι͜άσκουμ’νεβραδιαζόμουν
εγάπανεςαγαπούσες
εγάπεσεςαγάπησες
έλεεςέλεγες
έν’είναι
έρθενήρθε
εσάδικά σου/σας
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
εψαλάφεσαζήτησα, αιτήθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κόλφοναγκαλιά, κόλπο, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, στήθος της γυναίκας
μένον(προστ.) μείνε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ορμάνι͜αδάση orman
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οφίδι͜αφίδια
παλαλούταιτρελαίνεται
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σ̌εκέρινζάχαρη şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτούταισκοτώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τηνάναυτόν/ην που
τίνανποιον/α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αιγ̆ίδι͜ακατσίκες
ατ’ςαυτής, της
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
εβγαίν’νεβγαίνουν
εβραδι͜άσκουμ’νεβραδιαζόμουν
εγάπανεςαγαπούσες
εγάπεσεςαγάπησες
έλεεςέλεγες
έν’είναι
έρθενήρθε
εσάδικά σου/σας
εχάλασαχάλασα, έχωσα το χέρι
εψαλάφεσαζήτησα, αιτήθηκα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κόλφοναγκαλιά, κόλπο, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος, στήθος της γυναίκας
μένον(προστ.) μείνε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
ορμάνι͜αδάση orman
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οφίδι͜αφίδια
παλαλούταιτρελαίνεται
ρούζ’πέφτει, ρίχνει, μτφ. αναλογεί
σ̌εκέρινζάχαρη şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκοτούταισκοτώνεται
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταράεταιαναμιγνύεται, ανακατεύεται, μπλέκεται
τηνάναυτόν/ην που
τίνανποιον/α
Νε σ̌κύλ’ αφορισμένον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost