.
.
Το φίλεμα σ’ μελένιον

Και νίφτ’ με το ανθόνερον

Και νίφτ’ με το ανθόνερον
fullscreen
Κοιμέθ’, αρνί μ’, με το σ̌εκέρ’
[Αχ!] και γνέφ’σον με το μέλι
Και νίφτ’ με το ανθόνερον
[Αχ!] ντο πίν’νε οι αγγέλοι

Εγάπης έν’, αρνόπο μου,
[Αχ!] μανουσ̌ακί’ σκουντούλαν
Το φίλεμα σ’ έν’ γιατρικόν,
[Αχ!] τραντάφυλλο μ’, ζουμπούλα μ’

Τ’ αγγέλτς πα επαλάλωσες,
[Αχ!] έμορφος περιστέρα μ’
Νασάν εμέν, τρυγόνα μου,
[Αχ!] ντο έχω σε σα χ̌έρι͜α μ’

Εγάπ’ τ’ εσόν είμαι, αρνί μ’,
[Αχ!] η ψ̌η μ’ εσέν λελεύει
Ο ήλιον όντες είδε σε
[Αχ!] ’κι θέλ’ να βασιλεύει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλτςαγγέλους
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γνέφ’σον(προστ.) ξύπνα
εγάπ’αγάπη
εγάπηςαγάπης
έμορφοςόμορφος/η
έν’είναι
επαλάλωσεςτρέλανες
εσόνδικός/ή/ό σου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
λελεύειχαίρεται
μανουσ̌ακί’μενεξέ, βιολέτας մանուշակ (manušak)<manafšak
νασάνχαρά σε
νίφτ’(προστ.) νίψου, πλύσου
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πίν’νεπίνουν
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκουντούλανευωδία, μοσχοβολιά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φίλεμαφιλί
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλτςαγγέλους
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γνέφ’σον(προστ.) ξύπνα
εγάπ’αγάπη
εγάπηςαγάπης
έμορφοςόμορφος/η
έν’είναι
επαλάλωσεςτρέλανες
εσόνδικός/ή/ό σου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
λελεύειχαίρεται
μανουσ̌ακί’μενεξέ, βιολέτας մանուշակ (manušak)<manafšak
νασάνχαρά σε
νίφτ’(προστ.) νίψου, πλύσου
όντεςόταν
παπάλι, επίσης, ακόμα
πίν’νεπίνουν
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σκουντούλανευωδία, μοσχοβολιά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φίλεμαφιλί
ψ̌ηψυχή
Και νίφτ’ με το ανθόνερον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost