.
.
Ασού Κοσμά...σην Τάροβαν

Παρχαρόπουλον

Παρχαρόπουλον
fullscreen
Ακεί πέραν σα ραχ̌ι͜ά
τα χ̌ι͜όνι͜α ελύγανε
Κι όλια τα παρχαροπούλια
σ’ ορμάνι͜α εκχ̌ύγανε

Πουλόπον επέταξεν
σην καγιάν επέρνιξεν
Είδεν ατο ο αητέντς,
τα κανάτι͜α τ’ έσειξεν

Πουλόπον επέταξεν
σην καγιάν εκόνεψεν
Ση θωρέαν τ’ ατματσ̌ά
σέρτι͜α φτερολόγ̆εσεν

Αδαπάν’ σο καγιαλούκ’
ατματσ̌άδες κείντανε
Άνοιξης μικρά πουλία
αδακέσ’ ’κι ’ίν’ντανε

Παρχαρόπουλον είμαι
σα ψηλά ραχ̌ι͜ά κείμαι
Τ’ ερημίας αραεύω,
κελαηδώ και σ̌ολικεύω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αδαπάν’εδώ πάνω
αητέντςαητός
ακείεκεί
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
ατματσ̌άγερακιού atmaça
ατματσ̌άδεςγεράκια atmaça
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
εκχ̌ύγανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ελύγανεέλιωσαν
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέταξενπέταξε
ερημίαςερημιές
έσειξενέσεισε, ταρακούνησε
θωρέανθωριά, όψη
’ίν’ντανεγίνονται
καγιαλούκ’βραχώδης/απόκρημνος τόπος kayalık
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
κανάτι͜αφτερά kanat
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
παρχαροπούλιαπουλιά του παρχαριού
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σέρτι͜ασκληρά, δυνατά, δριμεία sert/serd
σ̌ολικεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
φτερολόγ̆εσενφτεροκόπησε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
αδαπάν’εδώ πάνω
αητέντςαητός
ακείεκεί
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
ατματσ̌άγερακιού atmaça
ατματσ̌άδεςγεράκια atmaça
εκόνεψενεγκαταστάθηκε, φώλιασε, προσγειώθηκε konmak
εκχ̌ύγανεεκχύθηκαν, χύθηκαν, εξέρρευσαν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
ελύγανεέλιωσαν
επέρνιξενδιέσχισε, πέρασε απέναντι
επέταξενπέταξε
ερημίαςερημιές
έσειξενέσεισε, ταρακούνησε
θωρέανθωριά, όψη
’ίν’ντανεγίνονται
καγιαλούκ’βραχώδης/απόκρημνος τόπος kayalık
καγιάνβραχώδη τόπο kaya
κανάτι͜αφτερά kanat
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείντανεκείτονται, ξαπλώνουν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όλιαόλα
ορμάνι͜αδάση orman
παρχαροπούλιαπουλιά του παρχαριού
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πουλόπονπουλάκι
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σέρτι͜ασκληρά, δυνατά, δριμεία sert/serd
σ̌ολικεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
φτερολόγ̆εσενφτεροκόπησε
Παρχαρόπουλον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost