.
.
Ασού Κοσμά...σην Τάροβαν

Μικρίκον και σεβνταλίν

Μικρίκον και σεβνταλίν
fullscreen
Όι! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί,
μικρίκον και σεβνταλίν!
Τ’ αρνόπο μ’ όντες ’κ’ ελέπω
σο δρανίν ατ’ς κοντοστέκω

Λύεται -ν- άμον σ̌εκέρ’
σ’ ομματόπα μ’ όντες παίρ’
Έμορφος, ψιλογιανέσσα
κι ο πρόσωπον φωταχτέρ’

Μάνα, μάνα, για τ’ εμέν
πέει ατεν ας πάει δι͜αβαίν’
Αροθυμία τ’ς θα χάται
σην οτάν όθεν κοιμάται

Χάταλον και σεβνταλίν
Όι! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!
Μάνα, άλλο ’κι ταγιανίζω
μικρίκον θα γυναικίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αροθυμίανοσταλγία
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δρανίνφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
ελέπωβλέπω
έμορφοςόμορφος/η
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοντοστέκωκοντοστέκομαι, διστάζω
λύεταιλιώνει
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οτάνδωμάτιο oda
παίρ’παίρνω/ει
πέει(προστ.) πες
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
φωταχτέρ’απαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χάταιχάνεται
χάταλονμωρό, παιδί ἀταλός
ψιλογιανέσσαλεπτοκαμωμένη ψιλός+γένος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
αροθυμίανοσταλγία
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δρανίνφεγγίτης, άνω μέρος στέγης, οριζόντια στέγη σπιτιού
ελέπωβλέπω
έμορφοςόμορφος/η
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοντοστέκωκοντοστέκομαι, διστάζω
λύεταιλιώνει
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
οτάνδωμάτιο oda
παίρ’παίρνω/ει
πέει(προστ.) πες
σεβνταλίνερωτοχτυπημένη/ο, ερωτευμένη/ο, ερωτικό sevdalı
σ̌εκέρ’ζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
φωταχτέρ’απαστράπτον, λαμπερό, μτφ. όμορφο
χάταιχάνεται
χάταλονμωρό, παιδί ἀταλός
ψιλογιανέσσαλεπτοκαμωμένη ψιλός+γένος
Μικρίκον και σεβνταλίν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost