.
.
Ποντιακό Γλέντι Νο2

Ανάθεμα τον άντρα σου

Ανάθεμα τον άντρα σου
fullscreen
Ανάθεμα τον άντρα σου,
’κι ’ξέρ’ το μεκατίρι σ’
Πώς ταγιανίζ’ το ψ̌όπον ατ’
[Βάι] και χαλάν’ το χατίρι σ’;

Σίτ’ πορπατεί ντό κοντοστέκ’
και γιτουρεύ’ τ’ απάν’ ατ’ς;
Αρ’ άντρας ατ’ς ’δέν ’κ’ εγροικά
και ’κι ’ξέρ’ ας σο χάλ’ν ατ’ς

Άντρας -ι-σ’ σουρουνεύκεται
κι εσύ το τσ̌αλίμ’ πόλ’κον
Έναν ώραν αφκά καικά
’κι πατείς οξυπόλ’τον

Ανάθεμα σε ασ’χώρετον
και με τα μαύρα ’μάτι͜α σ’
Τον άνδρα σ’ φά͜εις τα τσιριχτά
κι εμέν φά͜εις τα μανάτι͜α σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
γιτουρεύ’συνταιριάζω/ει, προσαρμόζω/ει, ρυθμίζω/ει uydurmak
’δέντίποτα
εγροικάκαταλαβαίνει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανάτι͜ακολοκύθια ψημένα στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
οξυπόλ’τονξυπόλητος/η/ο
πατείςπατάς
πόλ’κονμπόλικο, αρκετό, άφθονο bol+ικο
πορπατείπερπατάει
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουρουνεύκεταισέρνεται κατά γης, μτφ. υποφέρει, τυραννιέται sürünmek
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τσ̌αλίμ’επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım
τσιριχτάγλυκό έδεσμα αντίστοιχο με τους λουκουμάδες, με τη διαφορά ότι πασπαλίζονται με ζάχαρη ή μέλι σῦριγξ
φά͜ειςταΐζεις
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χάλ’νχάλι, κατάντια hal/ḥall
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
γιτουρεύ’συνταιριάζω/ει, προσαρμόζω/ει, ρυθμίζω/ει uydurmak
’δέντίποτα
εγροικάκαταλαβαίνει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μανάτι͜ακολοκύθια ψημένα στο φούρνο σε μεγάλα κομμάτια
μεκατίριαξία (ηθική), ποσότητα, ικανότητα (ενικ.) miḳdār/ (πληθ.) meḳādīr/mawaqīdīr
οξυπόλ’τονξυπόλητος/η/ο
πατείςπατάς
πόλ’κονμπόλικο, αρκετό, άφθονο bol+ικο
πορπατείπερπατάει
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σουρουνεύκεταισέρνεται κατά γης, μτφ. υποφέρει, τυραννιέται sürünmek
ταγιανίζ’αντέχω/ει, βαστάω/ει, υπομένω/ει dayanmak
τσ̌αλίμ’επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım
τσιριχτάγλυκό έδεσμα αντίστοιχο με τους λουκουμάδες, με τη διαφορά ότι πασπαλίζονται με ζάχαρη ή μέλι σῦριγξ
φά͜ειςταΐζεις
χαλάν’χαλάω/ει, καταστρέφω/ει
χάλ’νχάλι, κατάντια hal/ḥall
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ψ̌όπονψυχούλα
Ανάθεμα τον άντρα σου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost