.
.
Ασού Κοσμά...σην Τάροβαν

Τέρτι͜α καπατεμένον

Τέρτι͜α καπατεμένον
fullscreen
Μάνα μ’, ο γιος σ’ έτον ραχ̌ίν
σα λίβι͜α ταραμένον
Κι ατώρα εχαμέλυνεν,
τέρτι͜α καπατεμένον

Τα τέρτι͜α γιανασ̌εύ’νε με
κι εγώ ’κ’ έχω τερμάνι
Τρανόν θερίον το γομάρ’
ντ’ ετσ̌όκεψεν απάν’ ι-μ’

Ση καρδίας ι-μ’ το δέντρον
πουλίν ’κι χτίζ’ φωλέαν
Τα κλαδόπα ’θε είν’ ξερά
σ̌κεπαγμένα μανέαν

Τα γιουλντουρούμι͜α ντ’ έκαψαν
τ’ έρημον την καρδία μ’
σε τουσ̌μανίονος κιφάλ’
να μη ρούζ’νε καμίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ατώρατώρα
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
γιουλντουρούμι͜ακεραυνοί yıldırım
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
είν’(για πληθ.) είναι
έτονήταν
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
εχαμέλυνενχαμήλωσε
’θετου/της
θερίονθηρίο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κλαδόπακλαδάκια
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρούζ’νεπέφτουν
σ̌κεπαγμένασκεπασμένα
ταραμένοναναμεμιγμένο, ανακατωμένο, μπλεγμένο
τερμάνιθεραπεία, γιατρικό, μτφ. δύναμη, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά derman/darmān
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τουσ̌μανίονοςεχθρού düşman/duşmān
φωλέανφωλιά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ατώρατώρα
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
γιουλντουρούμι͜ακεραυνοί yıldırım
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
είν’(για πληθ.) είναι
έτονήταν
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
εχαμέλυνενχαμήλωσε
’θετου/της
θερίονθηρίο
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
καπατεμένονσκεπασμένο/η, καλυμμένο/η, κλεισμένο/η σε κτ kapatmak
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
κλαδόπακλαδάκια
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
μανέανκαπνιά, μαυρισμένος/η/ο από καπνιά
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρούζ’νεπέφτουν
σ̌κεπαγμένασκεπασμένα
ταραμένοναναμεμιγμένο, ανακατωμένο, μπλεγμένο
τερμάνιθεραπεία, γιατρικό, μτφ. δύναμη, ψυχική αντοχή, ενέργεια, μτφ. παρηγοριά derman/darmān
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τουσ̌μανίονοςεχθρού düşman/duşmān
φωλέανφωλιά
Τέρτι͜α καπατεμένον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost