.
.
Κοντά στην παράδοση

Όντες θ’ επέγ’νες σον παρχάρ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Όντες θ’ επέγ’νες σον παρχάρ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και -ν-] Ας σον παρχάρ’ έχ̌’ κι έρχεται, [ασ’χώρετον]
εγάπη μ’, γάλι͜α-γάλι͜α [ωφ! ωφ!]
[Και] Το φίλεμαν ατ’ς έν’ γλυκύν, [ασ’χώρετον]
εγκάλια τ’ς μέλ’ και γάλα [ωφ! ωφ!]

[Και -ν-] Η εγάπη μ’ έχ̌’ κι έρχεται, [ασ’χώρετον]
και τα στράτας φωτάζ’νε [ωφ! ωφ!]
[Και] Τα έμπρ’ τα στράτας χ̌αίρουνταν, [ασ’χώρετον]
τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε [ωφ! ωφ!]

[Και -ν-] Όντες επέγ’νες σον παρχάρ’ [ασ’χώρετον]
γιατί εμέν ’κ’ ελάλ’νες; [ωφ! ωφ!]
[Και] Καλά ντο ’κ’ έρθα μετ’ εσέν, [ασ’χώρετον]
τ’ εμόν τη ψ̌ην θ’ εβγάλλ’νες [ωφ! ωφ!/’μώ το νόμο σ’!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
γλυκύνγλυκιά/ό
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγάπηαγάπη
εγκάλιααγκαλιά
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
έν’είναι
επέγ’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φίλεμανφιλί
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌αίρουντανχαίρονται
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναστενάζ’νεαναστενάζουν
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατ’ςαυτής, της
γάλι͜ασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γάλι͜α-γάλι͜ααγάλι-αγάλι, σιγά-σιγά, σταδιακά αγάλι<αγαληνός <γαληνός
γλυκύνγλυκιά/ό
εβγάλλ’νεςέβγαζες
εγάπηαγάπη
εγκάλιααγκαλιά
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
έν’είναι
επέγ’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
έχ̌’έχει
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
μέλ’μέλι
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
φίλεμανφιλί
φωτάζ’νεφωτίζουν, λάμπουν
χ̌αίρουντανχαίρονται
ψ̌ηνψυχή
Όντες θ’ επέγ’νες σον παρχάρ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost