.
.
Ασμάτων Ποντίων Απάνθισμα

Άψιμον έν’ κι εβγάλ’ καπνόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Άψιμον έν’ κι εβγάλ’ καπνόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άψιμον έν’ κι εβγάλ’ καπνόν,
καρδίαν κι εβγάλ’ πόνον
[Βάι] Ο φέγγον έχ̌’ τον ουρανόν,
εγώ εσέναν μόνον

Τρώει ο λύκον την κερβάνα
κι όλιον το καλόν το χτήνον
[Και] Πόσα βραδά̤ς εμόνασες
εμέν τον Κωνσταντίνον;

Δεξι͜ά βάλλω τ’ εγκόλπιο μ’,
ζεβρι͜ά βάλλω την ώραν
Αφήστεν με, νε παιδία,
να πάω σην τρυγόνα μ’

Τρώει ο λύκον, τρώει ο λύκον
τη Σαντέτ’σσας το μικρίκον
Ατό έτον πολλά έμορφον
και πολλά ατσ̌αΐπ’κον

[Και] Ν’ αηλί εμέν τον ορφανόν
καν’νάν σον κόσμον ’κι έχω
[Βάι] Θα τρώει με ο λύκον σο ραχ̌ίν
αραευτήν πα ’κ’ έχω

Τρώει ο λύκον την κερβάνα
κι όλιον το καλόν το χτήνον
[Και] Πόσα βραδά̤ς εμόνασες
εμέν τον Κωνσταντίνον;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αραευτήναναζητητή, κάποιον να με γυρέψει aramak
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
άψιμονφωτιά
βάλλωβάζω
εβγάλ’βγάλει
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έτονήταν
έχ̌’έχει
ζεβρι͜άαριστερά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φέγγονφεγγάρι
χτήνοναγελάδα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αραευτήναναζητητή, κάποιον να με γυρέψει aramak
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
άψιμονφωτιά
βάλλωβάζω
εβγάλ’βγάλει
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εμόνασεςφιλοξένησες για διανυκτέρευση
έμορφονόμορφο
έν’είναι
έτονήταν
έχ̌’έχει
ζεβρι͜άαριστερά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καν’νάνκανέναν
κερβάναη αγελάδα που προπορεύεται της αγέλης kervan/kārbān=καραβάνι
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παιδίαπαιδιά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φέγγονφεγγάρι
χτήνοναγελάδα
Άψιμον έν’ κι εβγάλ’ καπνόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost