.
.
Ασμάτων Ποντίων Απάνθισμα

Αδά σον κατακέφαλον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αδά σον κατακέφαλον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και -ν-] Αδά σον κατακέφαλον
λιθάρι͜α θα κυλίζω,
[Και -ν-] Ατού σα μὲσα σ’ τα λεγνά
τα χ̌έρι͜α μ’ θα τυλίζω

[Και] Κοιμέθ’, αρνί μ’, κοιμέθ’, πουλί μ’,
έπαρ’ τσ’ αυγής τον ύπνον
[Και] Τράνυνον και θα παίρω σε
είσαι ακόμα μικρίκον

[Και] Τα κερασόπα, το τσ̌ιμέν’
τ’ απ’ αδά μέρ’ τ’ ορμόπον
[Και -ν-] Έφαες το καρδόπο μου
έπε̤ς κρύον νερόπον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπε̤ςήπιες
έφαεςέφαγες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κερασόπακερασάκια
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νερόποννεράκι
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρωπαίρνω
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
τυλίζωτυλίγω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
έπαρ’(προστ.) πάρε
έπε̤ςήπιες
έφαεςέφαγες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κερασόπακερασάκια
κοιμέθ’(προστ.) κοιμήσου
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μέρ’(μέρου, επιρρ.) πού, προς ορισμένο μέρος, όποιος
μὲσα(τα) η μέση
μικρίκονμικρούλης/α/ικο
νερόποννεράκι
ορμόπονμικρό ρυάκι/μικρή ρεματιά
παίρωπαίρνω
τράνυνον(προστ.) (αμεταβ.) μεγάλωσε, (μεταβ.) ανέθρεψε τρανόω-ῶ
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌ιμέν’γρασίδι, χλοερή έκταση çimen
τυλίζωτυλίγω
Αδά σον κατακέφαλον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost