.
.
Ασμάτων Ποντίων Απάνθισμα

Αρ’ ατώρα μαυροφόρα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρ’ ατώρα μαυροφόρα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Και -ν-] Αν αποθάνω θάψτε με,
σύρ’τεν απάν’ ι-μ’ χώμαν
Ανοίξτε με παράθυρον
[Και] ν’ ελέπω την τρυγόνα μ’

Αρ’ ατώρα μαυροφόρα
[και] για πέει͜ ατο τη χώρα
[Και -ν-] Ο νισ̌ι͜αλής πως θ’ αποθάν’,
δος το χαπέρ’ ατώρα

[Και -ν-] Αν αποθάνω, γιαβρόπο μ’,
φόρ’ το μαύρον το τσ̌ίτι σ’
Ωρι͜άσον τυρα̤ννίεσαι
και πας κολλί͜εις τ’ οσπίτι σ’

Αρ’ ατώρα μαυροφόρα
[και] για πέει͜ ατο τη χώρα
Ο νισ̌αλής πως θ’ αποθάν’,
[και] δος το χαπέρ’ ατώρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αποθάν’πεθαίνει
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δοςδώσε
ελέπωβλέπω
κολλί͜ειςβάζεις φωτιά, καταστρέφεις, κολλάς, πήζεις το γάλα για να γίνει γιαούρτι/τυρί, (επί ανθρώπου) ονοματίζεις
νισ̌αλήςαρραβωνιαστικός nişanlı<nişān
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
σύρ’τεν(προστ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
τυρα̤ννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αποθάν’πεθαίνει
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατώρατώρα
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δοςδώσε
ελέπωβλέπω
κολλί͜ειςβάζεις φωτιά, καταστρέφεις, κολλάς, πήζεις το γάλα για να γίνει γιαούρτι/τυρί, (επί ανθρώπου) ονοματίζεις
νισ̌αλήςαρραβωνιαστικός nişanlı<nişān
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
σύρ’τεν(προστ.) σύρετε, τραβήξτε, ρίξτε
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌ίτιμαντίλι κεφαλής çit
τυρα̤ννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ωρι͜άσον(προστ.) πρόσεξε, φύλαξε, φυλάξου
Αρ’ ατώρα μαυροφόρα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost