.
.
Άμον ταραήλτς

Εμέν ας σου εγάπανες

Εμέν ας σου εγάπανες
fullscreen
Εμέν ας σου εγάπανες
αλλού κέσ’ ντο ετέρ’νες;
Εσύ πα όπως εγροικώ
’κ’ εξέρ’νες ντο εθέλ’νες

Ατά τ’ αλεπότα̤ς ι-σ’
εμέν πουθέν ’κι κρού’νε
Ποίσον ατα σοι παλαλούς
τιδέν που ’κ’ εγροικούνε

Ὰμα τέρεν, μη κλώσ̌κεσαι
κατουσ̌αμέντσα κάτα!
Αρ’ όπως εμαείρεψες
κάθκα, πουλί μ’, και φά’ τα

Ολήγορα/αλήγορα θα στείλω σε
εκεί απόθεν έρθες
Εσύ, μ’ αΐκα κρίματα,
Θεόν πα πώς ’κ’ εγρέθες;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αΐκατέτοια/ες
αλεπότα̤ςπονηριές, πανουργίες
αλήγοραγρήγορα
ὰμααλλά ama/ammā
απόθεναπό που, από όπου
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ατάαυτά
ατααυτά
εγάπανεςαγαπούσες
εγρέθεςαγριεύτηκες, καταβλήθηκες από ανεξήγητο φόβο
εγροικούνεκαταλαβαίνουν
εγροικώκαταλαβαίνω
εθέλ’νεςήθελες
εμαείρεψεςμαγείρεψες
εξέρ’νεςήξερες, γνώριζες
έρθεςήρθες
ετέρ’νεςκοιτούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
κάταγάτα
κατουσ̌αμέντσακατσιασμένη, μαραμένη
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεσαιγυρίζεις, επιστρέφεις
κρού’νεχτυπούν κρούω
ολήγοραγρήγορα
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλούςτρελούς
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουθένπουθενά
σοιστους/στις, τους/τις
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τιδέντίποτα
φά’(προστ.) φάε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αΐκατέτοια/ες
αλεπότα̤ςπονηριές, πανουργίες
αλήγοραγρήγορα
ὰμααλλά ama/ammā
απόθεναπό που, από όπου
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ατάαυτά
ατααυτά
εγάπανεςαγαπούσες
εγρέθεςαγριεύτηκες, καταβλήθηκες από ανεξήγητο φόβο
εγροικούνεκαταλαβαίνουν
εγροικώκαταλαβαίνω
εθέλ’νεςήθελες
εμαείρεψεςμαγείρεψες
εξέρ’νεςήξερες, γνώριζες
έρθεςήρθες
ετέρ’νεςκοιτούσες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
κάταγάτα
κατουσ̌αμέντσακατσιασμένη, μαραμένη
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσ̌κεσαιγυρίζεις, επιστρέφεις
κρού’νεχτυπούν κρούω
ολήγοραγρήγορα
παπάλι, επίσης, ακόμα
παλαλούςτρελούς
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πουθένπουθενά
σοιστους/στις, τους/τις
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τιδέντίποτα
φά’(προστ.) φάε
Εμέν ας σου εγάπανες
Σημειώσεις
Πηγή: Φίλιππος Κεσαπίδης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost