.
.
Ας σ’ ουρανού το κρενίν

Κάμα επέρα και ρεβόλ’

Κάμα επέρα και ρεβόλ’
fullscreen
Οσήμερον εγνέφ’σα [όι, όι]
απάν’ σην ανατολήν [όι, όι]
’πλύστα, ’φόρτσα, ενέλλαξα, [όι, όι]
εποίκα και την ευχ̌ή μ’ [ν’ αηλί εμέν]

Την ὼρα, τ’ εγκόλπιο μ’, [όι, όι]
τη κάλης ι-μ’ το ζινίχ̌’ [όι, όι]
Τα φυσ̌έκια, το κιοστέκ’ [όι, όι]
’φόρτσα απάν’ σο καμίσ’ [ν’ αηλί εμέν]

Κάμα επέρα και ρεβόλ’, [όι, όι]
το τουφέκ’ απάν’ σ’ ωμί μ’ [όι, όι]
Τ’ άλογο μ’ ’καβάλκεψα [όι, όι]
το μαύρον, το εγερλίν [ν’ αηλί εμέν]

Σο ραχ̌ίν ευρέθα αμάν [όι, όι]
τ’ εμετέρ’ που πολεμούν [όι, όι]
Κι ας σην Τόγιαν [ντ’] έρχουμαι [όι, όι]
τα θερία θα εγροικούν [ν’ αηλί εμέν]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
εγερλίνσελωμένο eyerli
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εγνέφ’σαξύπνησα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
ενέλλαξαφόρεσα καλά/γιορτινά ρούχα
επέραπήρα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρχουμαιέρχομαι
ευρέθαβρέθηκα
ζινίχ̌’κόσμημα, στολίδι ziynet/zīnet
θερίαθεριά, θηρία
’καβάλκεψα(εκαβάλκεψα) ίππευσα, καβάλησα
κάμαδίκοπο μαχαίρι kama
καμίσ’πουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κιοστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οσήμερονσήμερα
’πλύστα(επλύστα) πλύθηκα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρεβόλ’περίστροφο revolver
τουφέκ’τουφέκι tüfek/tufeng
’φόρτσα(εφόρτσα) φόρεσα
φυσ̌έκιαφυσίγγια fişek/fişeng/φῦσιγξ
ωμίώμος, ώμο
ὼραρολόι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
εγερλίνσελωμένο eyerli
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εγνέφ’σαξύπνησα
εγροικούνκαταλαβαίνουν
εμετέρ’δικοί μας ἡμέτερος
ενέλλαξαφόρεσα καλά/γιορτινά ρούχα
επέραπήρα
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρχουμαιέρχομαι
ευρέθαβρέθηκα
ζινίχ̌’κόσμημα, στολίδι ziynet/zīnet
θερίαθεριά, θηρία
’καβάλκεψα(εκαβάλκεψα) ίππευσα, καβάλησα
κάμαδίκοπο μαχαίρι kama
καμίσ’πουκάμισο καμίσιον<camisia=λινό ρούχο
κιοστέκ’αλυσίδα που είναι προσαρτημένη στο τέλος ενός ρολογιού köstek/kūstak (Nişanyan)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
οσήμερονσήμερα
’πλύστα(επλύστα) πλύθηκα
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ρεβόλ’περίστροφο revolver
τουφέκ’τουφέκι tüfek/tufeng
’φόρτσα(εφόρτσα) φόρεσα
φυσ̌έκιαφυσίγγια fişek/fişeng/φῦσιγξ
ωμίώμος, ώμο
ὼραρολόι
Κάμα επέρα και ρεβόλ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost