.
.
Ας σ’ ουρανού το κρενίν

Παρχαρόπουλον

Παρχαρόπουλον
fullscreen
Παρχαρόπουλον έμ’νε
έμπρ’ ημέρα σ’ όρωμα μ’
Σα τσ̌αΐρι͜α, σ’ ορμία
’λάσ̌κιζα τα πρόγατα μ’

Το γαβάλι μ’ ’τραγώδ’νεν
κι έλεγεν το όνεμα σ’
Ν’ αφουκρούσαι και λαρώντς,
ψ̌η μ’, το καρδοπόνεμα σ’

Έρθες και -ν- ας σο κεπί σ’,
έγκες άνθι͜α πλουμιστά
Ερρούξες σην εγκάλια μ’,
είπες με τα μυστικά σ’

Εκόνεψες να δί’ς με
έναν φίλεμαν γλυκύν
Εγνέφ’σα αρ’ με το μέλ’
ας σα χ̌είλι͜α σ’ ντο υλίζ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άνθι͜αάνθη
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφουκρούσαιαφουγκράζεσαι
γαβάλιφλογέρα kaval/ḳawwāl
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
έγκεςέφερες
εγνέφ’σαξύπνησα
εκόνεψεςεγκαταστάθηκες, φώλιασες, προσγειώθηκες konmak
έμ’νεήμουν
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
καρδοπόνεμαπόνος της καρδιάς
κεπίκήπο
λαρώντςγιατρεύεις, θεραπεύεις
’λάσ̌κιζα(ελάσ̌κιζα) τριγύριζα, περιέφερα κπ ἀλάομαι/ηλάσκω
μέλ’μέλι
όνεμαόνομα
ορμίαρυάκια, ρεματιές
όρωμαόνειρο
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πρόγαταπρόβατα
’τραγώδ’νεν(ετραγώδ’νεν) τραγουδούσε
τσ̌αΐρι͜αλιβάδια çayır
υλίζ’στραγγίζω/ει, διυλίζω/ει, καταστάζω/ει ὑλίζω
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άνθι͜αάνθη
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφουκρούσαιαφουγκράζεσαι
γαβάλιφλογέρα kaval/ḳawwāl
γλυκύνγλυκιά/ό
δί’ςδίνεις
εγκάλιααγκαλιά
έγκεςέφερες
εγνέφ’σαξύπνησα
εκόνεψεςεγκαταστάθηκες, φώλιασες, προσγειώθηκες konmak
έμ’νεήμουν
έμπρ’(έμπρου) εμπρός, μπροστά
έρθεςήρθες
ερρούξεςέπεσες
καρδοπόνεμαπόνος της καρδιάς
κεπίκήπο
λαρώντςγιατρεύεις, θεραπεύεις
’λάσ̌κιζα(ελάσ̌κιζα) τριγύριζα, περιέφερα κπ ἀλάομαι/ηλάσκω
μέλ’μέλι
όνεμαόνομα
ορμίαρυάκια, ρεματιές
όρωμαόνειρο
παρχαρόπουλονπουλί του παρχαριού
πλουμιστάστολισμένα, διακοσμημένα με ζωγραφιές ή κεντήματα, πολύχρωμα pluma
πρόγαταπρόβατα
’τραγώδ’νεν(ετραγώδ’νεν) τραγουδούσε
τσ̌αΐρι͜αλιβάδια çayır
υλίζ’στραγγίζω/ει, διυλίζω/ει, καταστάζω/ει ὑλίζω
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
Παρχαρόπουλον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost