.
.
Σην πλατείαν χορεύ’νε

Πουλί μ’ σο κοιμητήρι μου

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πουλί μ’ σο κοιμητήρι μου
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Σον Αδ’ επήγα ετοίμασα
τον τόπον ντο θα κείμαι
Αρνόπο μ’, έλα μετ’ εμέν
αρ’ μαναχόν αγρείμαι

Αρνί μ’, σο κοιμητήρι μου
θέκον απάν’ εικόναν
τον Άγιον Γεώργιον
και τον Άγιον Νικόλαν

♫

Εγώ με ντ’ εμασχάρεψα
κι είπα σε δύο λόγι͜α
Πας̌ κ’ είπα σε, γιαβρόπο μου,
«κάθκα και μοιρολόγα»;

Επαλαλώθεν ο Θεόν
και ντο ευτάει ’κ’ εξέρει
Επέρεν και τσ’ ανθρώπ’ς εμουν
χωρίς να δί’ χαπέριν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρείμαιαγριεύομαι, καταβάλλομαι από ανεξήγητο φόβο
αδ’εδώ
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δί’δίνει
εμασχάρεψααστειεύτηκα, διακωμώδησα maskara/masḫara
εμουνμας
επαλαλώθεντρελάθηκε
επέρενπήρε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χαπέρινείδηση, μαντάτο haber/ḫaber
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρείμαιαγριεύομαι, καταβάλλομαι από ανεξήγητο φόβο
αδ’εδώ
ανθρώπ’ςανθρώπους
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
δί’δίνει
εμασχάρεψααστειεύτηκα, διακωμώδησα maskara/masḫara
εμουνμας
επαλαλώθεντρελάθηκε
επέρενπήρε
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
θέκον(προστ.) θέσε, τοποθέτησε, βάλε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
χαπέρινείδηση, μαντάτο haber/ḫaber
Πουλί μ’ σο κοιμητήρι μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost