.
.
Σην πλατείαν χορεύ’νε

Αρμέντς θα έτον ο ποπάς

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Αρμέντς θα έτον ο ποπάς
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Αρμέντς θα έτον ο ποπάς
ντ’ εφώτ’σεν και τ’ αρνόπο μ’
Για τ’ ατό καμίαν ’κι θέλ’
να εβγαίν’ ας τ’ εγκαλιόπο μ’

Χτέντσον κι αποδελίασον
τα μαύρα τα μαλλία σ’
Λύσον το σπαρελόπο σου
έπαρ’ με απέσ’ σα ψ̌ήα σ’

Πού έν’ εκείνον το πουλίν
τα παλαλά ντ’ εποίν’νεν;
Έστεκεν κι εκαλάτσ̌ευεν
και το ποράν’ εκχ̌ύνεν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
εβγαίν’βγαίνει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαλάτσ̌ευενμιλούσε keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
εκχ̌ύνενεξέχυνε, έχυνε, εξέβαλλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτονήταν
εφώτ’σενφώτισε, βάφτισε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λύσον(προστ.) λύσε
παλαλάτρελά, τρέλες
ποπάςπαπάς
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αποδελίασον(προστ.) ξεμπέρδεψε, λύσε
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
εβγαίν’βγαίνει
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εκαλάτσ̌ευενμιλούσε keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
εκχ̌ύνενεξέχυνε, έχυνε, εξέβαλλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
έτονήταν
εφώτ’σενφώτισε, βάφτισε
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λύσον(προστ.) λύσε
παλαλάτρελά, τρέλες
ποπάςπαπάς
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Αρμέντς θα έτον ο ποπάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost