.
.
Σην πλατείαν χορεύ’νε

Θαρρείς αγγέλ’ παιδίν έν’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Θαρρείς αγγέλ’ παιδίν έν’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τ’ αρνί μ’ την πόδαν ντο πατεί,
τ’ ιχνάρ’ν εθε πελίν έν’
Το πόιν εθε λεγνόμακρον,
θαρρείς αγγέλ’ παιδίν έν’

Η καλατσ̌ή ατ’ς νόστιμον,
το γέλος ατ’ς αγνόν έν’
Αδά σον κόσμον έμορφον
αρ’ ατό μαναχόν έν’

Τ’ εμόν του καρίπ’ τ’ όνεμαν
σ’ έναν βραχ̌ι͜άλι σ’ γράψον
Όντες φορείς και αναλλά͜εις
ας κρούει σο νου σ’ και κλάψον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
γέλοςγέλιο, περίγελος
γράψονγράψε
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ιχνάρ’νχνάρι, ίχνος
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρούειχτυπάει κρούω
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όνεμανόνομα
όντεςόταν
πελίνφανερό, εμφανές, πρόδηλο belli
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πόινύψος, μπόι boy
φορείςφοράς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλ’(ονομ. πληθ.) άγγελοι, (γεν.) αγγέλου
αγνόναλλόκοτο/η, περίεργο/η, σπουδαίο/α, αξιοθαύμαστο/η ἀγνώς (άγνωστος)<ἀ- + γιγνώσκω
αδάεδώ
αναλλά͜ειςφοράς τα καλά/γιορτινά σου ρούχα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
βραχ̌ι͜άλιβραχιόλι βραχιάλιον<bracchiale<βραχίων
γέλοςγέλιο, περίγελος
γράψονγράψε
εθετου/της
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
έν’είναι
ιχνάρ’νχνάρι, ίχνος
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
κλάψον(προστ.) κλάψε
κρούειχτυπάει κρούω
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
όνεμανόνομα
όντεςόταν
πελίνφανερό, εμφανές, πρόδηλο belli
πόδανίχνος, πατημασιά, βήμα
πόινύψος, μπόι boy
φορείςφοράς
Θαρρείς αγγέλ’ παιδίν έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost