.
.
Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον

Είνας γραιίτσα έκλαιεν

Είνας γραιίτσα έκλαιεν
fullscreen
Είνας γραιίτσα έκλαιεν
χωρίς να εβγάλ’ λαλίαν
Ετάραζεν με το τσατσίν
σαχτάρ’ να ευρήκ’ φωτίαν

Έκλαιεν κι εμουρδούλιζεν
τα λόγι͜α τ’ς ταραμένα
Δάκρυ͜α πουθέν ’κ’ εφαίνουσαν
τ’ ομμάτι͜α τ’ς παγωμένα

Έστεσα ωτίν και έκ’σα ατεν,
λόγι͜α από καρδίας
Τραγωδίας ’κι ομοίαζαν!
Άντζ̌ακ μοιρολογίας

Ε! Ουρανέ Παράκλητε,
κατήβα αφκά και κρίσον
Σπόγγ’σον και χάσον ντ’ έχτισες
και άλλον κόσμον χτίσον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
ατεναυτήν
αφκάκάτω
γραιίτσαγριούλα
εβγάλ’βγάλει
είναςένας/μία
έκλαιενέκλαιγε
έκ’σαάκουσα
εμουρδούλιζενγρύλλιζε υπόκωφα, έλεγε κάτι ασαφώς
έστεσαέστησα
ετάραζενανεμείγνυε, ανακάτευε, έμπλεκε
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφαίνουσανφαίνονταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρίσον(προστ.) κρίνε
λαλίανλαλιά, φωνή
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
ομμάτι͜αμάτια
Παράκλητεπροσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη παράκλητος=συνήγορος
πουθένπουθενά
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
σπόγγ’σον(προστ.) σκούπισε
ταραμένααναμεμιγμένα, ανακατεμένα, μπλεγμένα
τραγωδίαςτραγούδια
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
χάσον(προστ.) άφησε, διώξε
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
ωτίναυτί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
ατεναυτήν
αφκάκάτω
γραιίτσαγριούλα
εβγάλ’βγάλει
είναςένας/μία
έκλαιενέκλαιγε
έκ’σαάκουσα
εμουρδούλιζενγρύλλιζε υπόκωφα, έλεγε κάτι ασαφώς
έστεσαέστησα
ετάραζενανεμείγνυε, ανακάτευε, έμπλεκε
ευρήκ’βρίσκω/ει
εφαίνουσανφαίνονταν
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρίσον(προστ.) κρίνε
λαλίανλαλιά, φωνή
μοιρολογίας(ον. πληθ., τα) μοιρολόγια, (γεν. ενικ., τη) μοιρολογιού
ομμάτι͜αμάτια
Παράκλητεπροσωνυμία του Iησού Xριστού και του Aγίου Πνεύματος στην K. Διαθήκη παράκλητος=συνήγορος
πουθένπουθενά
σαχτάρ’στάχτη στάχτη<στάζω
σπόγγ’σον(προστ.) σκούπισε
ταραμένααναμεμιγμένα, ανακατεμένα, μπλεγμένα
τραγωδίαςτραγούδια
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
χάσον(προστ.) άφησε, διώξε
χτίσον(προστ.) χτίσε, φτιάξε
ωτίναυτί
Είνας γραιίτσα έκλαιεν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost