.
.
Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον

Ο πρόσφυγας ο κύρη μ’

Ο πρόσφυγας ο κύρη μ’
fullscreen
[Και] Τα δάχτυλα μ’ ’κι ακούγ’νε με
Έπαρ’, υιέ μ’, τη λύραν
Ποίσον πονετικόν καϊτέν
τη προσφυγιάς τη μοίραν

[Και] Ποίσον τα τοξαρέας ι-σ’
στην/σην καρδι͜ά μ’ μαχ̌αιρέας
Π’ επέμ’ναμε αστερέωτοι
ση χώρας τα στερέας

[Και] Παίξον, ρίζα μ’, ν’ αντιβοούν
και σείουν τα ραχ̌ία
Παίξον καρδίας βάινασην
και κλαίντσον τα πουλία μ’

[Και] Ψ̌ης λάλεμαν απόμακρον,
τ’ εμόν η τραγωδία μ’
Κι όντες ο νους ι-μ’ πάει εκέσ’
καίει/τρώει με η αροθυμία μ’

[Και -ν-] Έπαρ’ με κι άμε ξαν οπίσ’,
αδακέσ’ ’κι βαστάζω!
Το χώμαν έρ’ται με βαρύν,
ούτε θα ησυχάζω

[Και -ν-] Αν έν’ και θάφτς με αδακέσ’
γράψον σο κοιμητήρι μ’
«Αδά κείται ανάπαγος
ο πρόσφυγας ο κύρη μ’»
[Έι! έι! έι!]
Για ποίσον το χατίρι μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
ακούγ’νεακούνε
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανάπαγοςαναπαυμένος
αροθυμίανοσταλγία
αστερέωτοιαυτοί που δεν είναι στερεωμένοι, μτφ. οι απάτριδες
βάινασηνβουητό, θόρυβος, κραυγή
γράψονγράψε
εκέσ’εκεί
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέμ’ναμεαπομείναμε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται μεμου έρχεται, μου φαίνεται
θάφτςθάβεις
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίντσον(προστ.) στεναχώρησε, κάνε κπ να κλάψει
λάλεμανλαλιά, κάλεσμα, αποκάλεσμα, προσκάλεσμα, οδήγηση
μαχ̌αιρέας(ον. πληθ., τα) μαχαιριές, (γεν. εν., τη) μαχαιριάς
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παίξον(προστ.) παίξε
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πονετικόνσπλαχνικό, πονόψυχο
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σείουνσείονται
στερέαςστεριές, εδάφη, μέρη
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδίατραγούδι
υιέγιε υἱός
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηςψυχής
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αδακέσ’εδώ γύρω, κάπου εδώ
ακούγ’νεακούνε
άμε(προστ.) σύρε, πήγαινε
ανάπαγοςαναπαυμένος
αροθυμίανοσταλγία
αστερέωτοιαυτοί που δεν είναι στερεωμένοι, μτφ. οι απάτριδες
βάινασηνβουητό, θόρυβος, κραυγή
γράψονγράψε
εκέσ’εκεί
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέμ’ναμεαπομείναμε
έρ’ταιέρχεται
έρ’ται μεμου έρχεται, μου φαίνεται
θάφτςθάβεις
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
καρδίας(τη, γεν.) καρδιάς, (τα, ονομ. πληθ.) καρδιές
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαίντσον(προστ.) στεναχώρησε, κάνε κπ να κλάψει
λάλεμανλαλιά, κάλεσμα, αποκάλεσμα, προσκάλεσμα, οδήγηση
μαχ̌αιρέας(ον. πληθ., τα) μαχαιριές, (γεν. εν., τη) μαχαιριάς
ξανπάλι, ξανά
όντεςόταν
οπίσ’πίσω
παίξον(προστ.) παίξε
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πονετικόνσπλαχνικό, πονόψυχο
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σείουνσείονται
στερέαςστεριές, εδάφη, μέρη
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδίατραγούδι
υιέγιε υἱός
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηςψυχής
Ο πρόσφυγας ο κύρη μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost