.
.
Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον

Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον

Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον
fullscreen
Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον
και πώς ετεβιρεύτες;
Ατσ̌ά το τέρτι σ’ ποίον έν’
κι άλλο ’κ’ εκαλατσ̌εύτες;

Εσύ ραχ̌ίν ασάλευτον
ποράν’ ντό έν’ ’κ’ εξέρ’νες
Τα γιουλντουρούμι͜α ερρούζ’νανε
κι εσύ σεΐρ’ ετέρ’νες

Πέ͜ει με, καρδόπο μ’, ντ’ έπαθες,
πέει μ’ ατο κι ας εξέρω
Ποίος κρατεί το γιατρικό σ’
να ψαλαφώ και φέρω;

Γιάμ’ έν’ τσ’ εγάπ’ς η καμονή
π’ ετσ̌όκεψεν απάν’ ι-σ’;
Πέ͜ει μ’ ατο και μ’ εντρέπεσαι
να ’ίνουμαι γουρπάνι σ’!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
ατεβίρευτονπου δεν αναποδογυρίζει, αυτό που δεν ανατρέπεται εύκολα α- στερητικό + devirme
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γιουλντουρούμι͜ακεραυνοί yıldırım
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’ςαγάπης
εκαλατσ̌εύτεςμιλήθηκες keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέρ’νεςήξερες, γνώριζες
ερρούζ’νανεέπεφταν
ετεβιρεύτεςαναποδογύρισες, ανατράπηκες devirmek
ετέρ’νεςκοιτούσες
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμονήκαημός
καρδόποκαρδούλα
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
πέει(προστ.) πες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
ψαλαφώζητώ, αιτούμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
ατεβίρευτονπου δεν αναποδογυρίζει, αυτό που δεν ανατρέπεται εύκολα α- στερητικό + devirme
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γιουλντουρούμι͜ακεραυνοί yıldırım
γουρπάνιθυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’ςαγάπης
εκαλατσ̌εύτεςμιλήθηκες keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
έν’είναι
εντρέπεσαιντρέπεσαι
εξέρ’νεςήξερες, γνώριζες
ερρούζ’νανεέπεφταν
ετεβιρεύτεςαναποδογύρισες, ανατράπηκες devirmek
ετέρ’νεςκοιτούσες
ετσ̌όκεψενκατέπεσε, επικάθησε, έκλινε υπό το βάρος çökmek
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμονήκαημός
καρδόποκαρδούλα
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
πέει(προστ.) πες
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ποράν’μπόρα, καταιγίδα boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
σεΐρ’θέαμα πρόσφορο για διασκέδαση (μτφ. τερώ σεΐρ: κοιτώ κτ διασκεδάζοντας, παραμένοντας αμέτοχος) seyir/seyr
τέρτικαημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
ψαλαφώζητώ, αιτούμαι
Καρδόπο μ’ ατεβίρευτον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost