.
.
Τουλουμί’ καϊτέδες

Μοιρολόι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μοιρολόι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα
[και] σα δέντρα επεκούμπ’σα [νέι]
[Ωχ! Και -ν-] Ατά πα -ν- ελυπέθανε,
[και] τα φύλλα τουν [και -ν-] ερρούξαν [νέι]
[Ωχ! πουλί μ’, νέι]

Ν’ αηλί εμέναν τ’ ορφανόν
[ωχ! και] τη καρίπ’ το γεσίριν [νέι]
[Ωχ! Και] Τα στράτας ι-μ’ εκόπανε
[ωχ! και -ν-] ας σον Αϊ-Βασίλην, [νέι]
[Ωχ! πουλί μ’, νέι]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατάαυτά
γεσίρινκυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
εγέρασαγέρασα
εκόπανεκοπήκαν
ελυπέθανελυπήθηκαν
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
ερρούξανέπεσαν
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τουντους
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σοναπ’ τον ασό σον (από τον)
ατάαυτά
γεσίρινκυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
εγέρασαγέρασα
εκόπανεκοπήκαν
ελυπέθανελυπήθηκαν
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
ερρούξανέπεσαν
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τουντους
Μοιρολόι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost