.
.
Ποντιακό Γλέντι Νο1

Τ’ οσπίτι σ’ ετριγύλιζα

Τ’ οσπίτι σ’ ετριγύλιζα
fullscreen
Τ’ οσπίτι σ’ ετριγύλιζα
κι εκράτ’να ας σα κεράνια
Κι εσύ την πόρτα σ’ ’κ’ ένοιες
κι έτρωγα τα ποράνια

Τ’ οσπίτι σ’ ετριγύλιζα
και -ν- εντούνα ’το βόλτας
Πας̌ ’κ’ έξερες, τρυγονόπο μ’,
να ’ρχεσαι ανοί͜εις την πόρτα σ’;

Ας σ’ οσπίτι σ’ από ’πάν’ κέσ’
δι͜αβαίνω, αντιδι͜αβαίνω
’Κι λες ας σο χατίρ’ν’ αθε
οξ̌ωκά -ν- ας εηβαίνω

Μίαν έρθα σ’ οσπιτόπο σ’
η πόρτα σ’ κλειδωμένον
Εφίλεσα το κορωνίδ’
κι εκλώστα οπίσ’ κλαιμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αθετου/της
ανοί͜ειςανοίγεις
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βόλταςβόλτες
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εηβαίνωβγαίνω, ανεβαίνω πάνω
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εκράτ’νακρατούσα
ένοιεςάνοιγες
εντούναχτυπούσα
έξερεςήξερες
έρθαήρθα
ετριγύλιζατριγύριζα, περιτριγύριζα
εφίλεσαφίλησα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεράνιαπάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαιμένονκλαμένο/η
κορωνίδ’ρόπτρο πόρτας
μίανμια φορά
οξ̌ωκάέξω
οπίσ’πίσω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
’πάν’(απάν’) πάνω
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τρυγονόπομικρό τρυγόνι
χατίρ’ν’χάρη, σεβασμό, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αθετου/της
ανοί͜ειςανοίγεις
αντιδι͜αβαίνωξαναπερνώ, πηγαινοέρχομαι
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βόλταςβόλτες
δι͜αβαίνω(για τόπο) περνώ, διασχίζω, (για χρόνο) περνώ διαβαίνω
εηβαίνωβγαίνω, ανεβαίνω πάνω
εκλώσταγύρισα, επέστρεψα
εκράτ’νακρατούσα
ένοιεςάνοιγες
εντούναχτυπούσα
έξερεςήξερες
έρθαήρθα
ετριγύλιζατριγύριζα, περιτριγύριζα
εφίλεσαφίλησα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεράνιαπάσσαλοι περίφραξης κήπου գերան (geran)=κορμός δέντρου/δοκάρι
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλαιμένονκλαμένο/η
κορωνίδ’ρόπτρο πόρτας
μίανμια φορά
οξ̌ωκάέξω
οπίσ’πίσω
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
’πάν’(απάν’) πάνω
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
ποράνιαμπόρες, καταιγίδες boran<βενετ. bora<λατ. Boreas <Βορέας (αντιδάνειο)
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τρυγονόπομικρό τρυγόνι
χατίρ’ν’χάρη, σεβασμό, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Τ’ οσπίτι σ’ ετριγύλιζα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost