.
.
Ας σην Κεπέκ-Κλισά Κερασούντας σα παράλια της Κριμαίας

Κερασούντα μ’ με τ’ ορμία σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κερασούντα μ’ με τ’ ορμία σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κερασούντα, Κερασούντα
με τα ψηλά τ’ ορμία σ’
Ετέρ’να σε κι εθάμαζα
τ’ εσά τα εμορφίας

Ολόερα και σα ραχ̌ι͜ά σ’
κι αφκά ση θαλασσέαν
Ατσ̌ά, ποίος ’κ’ εζέλεψεν
τ’ εσόν την πολιτείαν;

Κεπέκ-Κλισά Κερασούντας
αρ’ έν’ τ’ εμόν ο τόπον
Χ̌ειμωγκονί’ εχπάσταμε,
ν’ αηλί τ’ εμόν το ψ̌όπον

Από βαθέα αναστορώ
το ψ̌όπο μ’ ’πέρεν βρούλα
Σ’ έναν άκραν τη βαπορί’
γορδύλ’ εγέντο(ν) η γούλα μ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφκάκάτω
βαθέαβαθιά
βαπορί’βαποριού, καραβιού vapore
βρούλαφλόγα brûler
γορδύλ’κόμπος
γούλαλαιμός gula
εζέλεψενζήλεψε
εθάμαζαθαύμαζα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμορφίας(πληθ. τα) ομορφιές, (γεν. τη) ομορφιάς
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
ετέρ’νακοιτούσα
εχπάσταμεαναχωρήσαμε, κινήσαμε για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολόεραολόγυρα
ορμίαρυάκια, ρεματιές
’πέρεν(επέρεν) πήρε
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
ψ̌όποψυχούλα
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άκρανάκρη, αρχή
αναστορώθυμάμαι, αναπολώ
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφκάκάτω
βαθέαβαθιά
βαπορί’βαποριού, καραβιού vapore
βρούλαφλόγα brûler
γορδύλ’κόμπος
γούλαλαιμός gula
εζέλεψενζήλεψε
εθάμαζαθαύμαζα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
εμορφίας(πληθ. τα) ομορφιές, (γεν. τη) ομορφιάς
έν’είναι
εσάδικά σου/σας
εσόνδικός/ή/ό σου
ετέρ’νακοιτούσα
εχπάσταμεαναχωρήσαμε, κινήσαμε για
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ολόεραολόγυρα
ορμίαρυάκια, ρεματιές
’πέρεν(επέρεν) πήρε
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
χ̌ειμωγκονί’(γεν.) χειμώνα
ψ̌όποψυχούλα
ψ̌όπονψυχούλα
Κερασούντα μ’ με τ’ ορμία σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost