.
.
Τελευταία μαρτυρία

Ενότητα 11η

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ενότητα 11η
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
[Έι] Αρνί μ’, θα πάω κ’ έρχουμαι
[Ξαν] το καρδόπο σ’ θα χτίζω
Τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω,
[Ξαν] την στράτα σ’ ’κι βαραίνουμαι
Τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω
[Ωχ!] Τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω
την στράτα σ’ ’κι βαραίνουμαι
τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω
[και] τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω

[Και] Τση κεμεντζ̌ές ο γάιδαρον
[ωχ!] τρία κόρδας φορτούται
Έρθεν απάν’ σα γόνατα
[ωχ!] και ’κ’ επορεί να σ’κούται

Εσέν ρακόπον πίνω σε,
[και] πασ̌κείμ’ για μεθυσίαν;
[Ωχ!] Πίνω σε ας σ’ εφκιαρόπο μ’,
[και -ν-] ας ση τυραννισία μ’

 ♫

[Και] Ραχ̌ι͜ά και ραχ̌οκέφαλα, [γιαβρόπο μου]
[και -ν-] ορμάνι͜α και κοιλάδι͜α
Ωχό! Ωχό! Ωχό!
[Και -ν-] Εσάς θα σ̌ολιατεύ’νε σας [γιαβρόπο μου]
[και] κορίτσ̌ι͜α και νυφάδι͜α
Κουμ! Κουμ!
[Και -ν-] Εσάς θα σ̌ολιατεύ’νε σας
[έι!] κορίτσ̌ι͜α και νυφάδι͜α
[Έι, έι, όι, όι]

[Όι -ν-] Εξέβα σο Καράκαπαν,
[γιαβρί μ’, Καράκαπαν]
[Εχ!] Τ’ αλόγο μ’ εκυλίεν [όι. όι]
[Έι, έι, γιαβρί μου]
[Και] Έναν νυφόπον έμορφον
[Και] ση γούλα μ’ ετυλίεν
[Όι, όι, γιαβρί μου]

 ♫

[Και -ν-] Αδά σον κατακέφαλον
λιθάρι͜α θα κυλίζω
[Και -ν-] Ατού σα μὲσα σ’ τα λεγνά
[Ξαν] τα χ̌έρι͜α μ’ θα τυλίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βαραίνουμαιβαρύνομαι, ενοχλούμαι, μτφ. φοβάμαι
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γούλαλαιμός gula
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
έμορφονόμορφο
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επορείμπορεί
έρθενήρθε
έρχουμαιέρχομαι
ετυλίεντυλίχθηκε
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
μὲσα(τα) η μέση
νυφάδι͜ανύφες
νυφόποννυφούλα
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌οκέφαλακορφές βουνών
σ’κούταισηκώνεται
σ̌ολιατεύ’νεδίνουν χαρά, ψυχαγωγούν, μτφ. ζωντανεύουν şenlenmek
τσητης
τσ̌ίζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
τυλίζωτυλίγω
τυραννισίατυράννια, ταλαιπωρία
φορτούταιφορτώνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
απάν’πάνω
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
βαραίνουμαιβαρύνομαι, ενοχλούμαι, μτφ. φοβάμαι
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γούλαλαιμός gula
εκυλίενκύλησε, κυλίστηκε
έμορφονόμορφο
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επορείμπορεί
έρθενήρθε
έρχουμαιέρχομαι
ετυλίεντυλίχθηκε
εφκιαρόπομελαγχολία, στενοχώρια, έγνοια, άγχος efkâr/efkār
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
Καράκαπανονομασία βουνού στην σημ. Τουρκία, στα ανατολικά όρια της Άνω Ματσούκας και με υψόμετρο 2,4 χλμ Karakaban< kara (=μαύρο) + kaban (կաբան=κορυφή, απότομος λόφος)
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλονκατηφόρα, μτφ. πονηρό άνθρωπο
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόρδαςχορδές
κυλίζωκυλάω
λεγνάλιγνά
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μεθυσίανμεθύσι, μέθη
μὲσα(τα) η μέση
νυφάδι͜ανύφες
νυφόποννυφούλα
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
ρακόπον(υποκορ.) αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī + -όπον
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ραχ̌οκέφαλακορφές βουνών
σ’κούταισηκώνεται
σ̌ολιατεύ’νεδίνουν χαρά, ψυχαγωγούν, μτφ. ζωντανεύουν şenlenmek
τσητης
τσ̌ίζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
τυλίζωτυλίγω
τυραννισίατυράννια, ταλαιπωρία
φορτούταιφορτώνεται
Ενότητα 11η

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost