.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Κόρη, κρύον νερόν είσαι

Κόρη, κρύον νερόν είσαι
fullscreen
Χορόν χορεύ’ η Φατιμέ,
τη σ̌κύλ’ η θαγατέρα!
Π’ ελέπ’ ατεν την Κερεκήν
’κι πάει ους ση Δευτέρα

Κόρη, κρύον νερόν είσαι
νασάν τον διψασμένον
Το ταπιέτι μ’ άσ̌κεμον,
τ’ ομμάτι μ’ χορτασμένον

Κόρη, κρύον νερόν είσαι
νασάν που βάλ’ και πίν’-τ- σε
Μετ’ εσέν που βραδι͜άσ̌κεται
ους να μερών’ ’κι αφήν’-τ- σε

Λελεύω σε, λελεύω σε
νε κανατλίν εικόνα!
Το πόι σ’ λαμπαδόχτιστον
και παλαλώντς τη χώρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατεναυτήν
αφήν’αφήνει
βραδι͜άσ̌κεταιβραδιάζεται, νυχτώνεται, τον βρίσκει η νύχτα πριν προλάβει να φτάσει κάπου ή να κάνει κάτι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
κανατλίναυτό που έχει φτερά, δίπτυχη (εικόνα) kanatlı
ΚερεκήνΚυριακή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
ουςως, μέχρι
παλαλώντςτρελαίνεις
πίν’πίνω/ει
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταπιέτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
χορεύ’χορεύω/ει
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άσ̌κεμονάσχημο, κακότροπο
ατεναυτήν
αφήν’αφήνει
βραδι͜άσ̌κεταιβραδιάζεται, νυχτώνεται, τον βρίσκει η νύχτα πριν προλάβει να φτάσει κάπου ή να κάνει κάτι
ελέπ’βλέπει/βλέπω
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
κανατλίναυτό που έχει φτερά, δίπτυχη (εικόνα) kanatlı
ΚερεκήνΚυριακή
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λελεύωχαίρομαι
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομμάτιμάτι ὀμμάτιον
ουςως, μέχρι
παλαλώντςτρελαίνεις
πίν’πίνω/ει
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
ταπιέτισυνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
χορεύ’χορεύω/ει
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Κόρη, κρύον νερόν είσαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost