.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Εκούρεψαμε τον χορόν

Εκούρεψαμε τον χορόν
fullscreen
Εκούρεψαμε τον χορόν, [ν’ αηλί εμέν!]
χορέψτεν τούλα - τούλα
[γιαρ γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ γιαρ]
Αηλί που ’κ’ ευρέθεν αδά [ν’ αηλί εμέν!]
η χ̌έρα -ν- η κουτούλα
[γιαρ γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ γιαρ]

Ετάλεψα σην τσάμι͜αν ατ’ς [ν’ αηλί εμέν!]
το χτέν’ ατ’ς εκρεμίεν
[γιαρ γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ γιαρ]
Τ’ αρνί μ’ εχαμογέλασεν [ν’ αηλί εμέν!]
Είπε με -ν- «εντροπή έν’»
[γιαρ γιαρ/τσ̌άνουμ γιαρ γιαρ]

 ♫

Soğuk su başında yavrim
Kuzi kebabi
Ener meyhaneye da
Içer şarabi

Aman imbrişim
Sirma gümüsüm
O beyaz gerdan da yavrum
Kirildi dişim¹

 ♫

Θα παίρω σε σκουλαρίκια [γιαρ, γιαρ]
έι, χρυσόν σταυρόν
Έι, φιστάνια ιεμένια,
έ͜εις τον παλαλόν

Αμάν, αμάν, κόρ’,
απάν’ ι-σ’ εχώρ’
Σ’ οσπιτόπο μ’ χάιντε κι έλα
τα παπούτσι͜α σ’ φόρ’
Σ’ οσπιτόπο μ’ χάιντε κι έλα
τα ναλία σ’ φόρ’, γιαβρί μ’
Τα παπούτσι͜α σ’ φόρ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έ͜ειςέχεις
εκούρεψαμεστήσαμε kurmak
εκρεμίενγκρεμίστηκε
έν’είναι
εντροπήντροπή
ετάλεψαόρμησα, χίμηξα dalmak
ευρέθενβρέθηκε
εχώρ’(προστ.) χώρεσε
ιεμένιαταιριαστά uyma
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κουτούλααυτή που τραβάει τα μαλλιά της, προσφώνηση χήρας γυναίκας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ναλίαξύλινα πέδιλα γυναικεία, τσόκαρα nalın/naʿleyn
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παίρωπαίρνω
παλαλόντρελό
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τσάμι͜ανπλεξούδα
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φιστάνιαφουστάνια fistan<fustān<piştān
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χ̌έραχήρα
χάιντεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
έ͜ειςέχεις
εκούρεψαμεστήσαμε kurmak
εκρεμίενγκρεμίστηκε
έν’είναι
εντροπήντροπή
ετάλεψαόρμησα, χίμηξα dalmak
ευρέθενβρέθηκε
εχώρ’(προστ.) χώρεσε
ιεμένιαταιριαστά uyma
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κουτούλααυτή που τραβάει τα μαλλιά της, προσφώνηση χήρας γυναίκας
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ναλίαξύλινα πέδιλα γυναικεία, τσόκαρα nalın/naʿleyn
οσπιτόποσπιτάκι hospitium<hospes + -όπον
παίρωπαίρνω
παλαλόντρελό
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τσάμι͜ανπλεξούδα
τσ̌άνουμψυχή μου, αγαπημένε/η μου canım<can/cān
φιστάνιαφουστάνια fistan<fustān<piştān
φόρ’(προστ.) φόρεσε
χ̌έραχήρα
χάιντεάντε haydi<hay de (οθωμ.)
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
Εκούρεψαμε τον χορόν
Σημειώσεις
¹ Στους πρόποδες του Σόουκ Σου, γιαβρί μου,
ψήνουν αρνίσιο κεμπάπ,
κατεβαίνουν στην ταβέρνα
και πίνουν κρασί

Αμάν μεταξόνημά μου,
Σύρμα ασημένιο μου
Σ’ αυτόν τον άσπρο σου λαιμό
Έσπασε το δόντι μου

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost