.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Η τσάμι͜α σ’ κατακέφαλα

Η τσάμι͜α σ’ κατακέφαλα
fullscreen
Η τσάμι͜α σ’ κατακέφαλα
παίρ’ ση νηγήν και καί͜ει σε
Λελεύ’ ατόν τη σ̌κύλ’ τον υιόν,
λέω «νασάν που έ͜ει σε»

Πουλί μ’/Αρνί μ’, τα λιβαδίας ι-σ’
εγώ θα κερεντίζω
Χωρίς εσέν, τρυγόνα μου,
πώς θα καλοκαιρίζω;

Τα χτήνι͜α εξέβαν σον παρχάρ’
αλμέ͜ει η παρχαρέτ’σσα
Γουρπάν’ ατ’ς, ποδεδίζ’ ατεν!
Ατέ -ν- έτον Κρωμέτ’σσα

Για σ̌ύριξον τα πρόατα,
άλμεξον σην εβόραν
’Κχ̌ύσον το γάλαν σο ποτάμ’,
φαρμάκωσον τη χώρα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέ͜ειαρμέγει
άλμεξον(προστ.) άρμεξε
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειέχει
εβόρανσκιά
εξέβανβγήκαν
έτονήταν
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λελεύ’χαίρομαι/εται
νασάνχαρά σε
νηγήνγη
παίρ’παίρνω/ει
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποτάμ’ποτάμι
πρόαταπρόβατα
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσάμι͜απλεξούδα
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
χτήνι͜ααγελάδες
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέ͜ειαρμέγει
άλμεξον(προστ.) άρμεξε
ατέαυτή
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
έ͜ειέχει
εβόρανσκιά
εξέβανβγήκαν
έτονήταν
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κερεντίζωκόβω χόρτα με την κόσσα գերանդի (gerandi)
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λελεύ’χαίρομαι/εται
νασάνχαρά σε
νηγήνγη
παίρ’παίρνω/ει
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρέτ’σσαη γυναίκα που είναι επιφορτισμένη με τις δουλειές του παρχαριού (ορεινού τόπου θερινής βοσκής)
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποτάμ’ποτάμι
πρόαταπρόβατα
σ̌κύλ’(γεν.) σκύλου
σ̌ύριξον(προστ.) σφύριξε, κάλεσε σφυρίζοντας
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσάμι͜απλεξούδα
φαρμάκωσον(προστ.) φαρμάκωσε
χτήνι͜ααγελάδες
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
Η τσάμι͜α σ’ κατακέφαλα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost