.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Εσύ απ’ ατού αναστέναξον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον,
εγώ απ’ αδά ας ματούμαι
[Έι, έι, πουλί μου]
Σύρον τα λόγια τση σεβντάς [ου]
[Εχ! Και -ν-] εγώ ας παλαλούμαι
[Έι, έι, έι, έι, έι πουλί μου]

’Τραγώδεσα, πουλί μ’, ’τραγώδεσα,
[Εχ! -ν-] εκόπεν το λαλόπο μ’ [νέι]
[Εχ, ν’ αηλί εμέν, νέι]
[Εχ! -ν-] Αν αγαπάς με, πέει μ’ ατο,
μη τρώγω το καρδόπο μ’ [νέι]

-Έι κυρά!!!
-Ορίστε!
-Ακόμαν εποίκες το γομάρ’ σ’;
-Γιοκ! Θέλω έναν εγκαλιόπον!

 ♫

Τ’ ομμάτι͜α τ’ς κατακέφαλα,
ο νους ατ’ς σον κλεψίον
Πόσα καρδόπα -ν- έκαψεν
χ̌ιλίων νοματίων;

Για έπαρ’ το σ̌χοινόπο σ’
ν’ ας πάμε σα καζμάτσ̌ι͜α¹
Αρ’ έμπρι͜α σ’ καικά πα βάλεν
ταζέα παζλαμάτσ̌ι͜α

[Έι] Ατού ’φκά κέσ’ σο σπαρέλι σ’,
ντό είναι τα πουλόπα;
[Έι] Ατά πα ’παρεπείνασαν
αρ’ θέλ’νε θρυμμουλόπα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
βάλεν(προστ.) βάλε
γιοκόχι yok
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εκόπενκόπηκε
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
καζμάτσ̌ι͜αφυλλοβόλοι ή αειθαλείς θάμνοι και δέντρα γνωστοί και με την ονομασία ίληξ ο κολχικός (ilex colchica) ή λιόπρινο kazmaç
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
λαλόποφωνούλα
ματούμαιματώνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παζλαμάτσ̌ι͜αστρογγυλό επίπεδο ψωμί/πίτα ψημένο σε λαμαρίνα bazlamaç
παλαλούμαιτρελαίνομαι
’παρεπείνασαν(επαρεπείνασαν) παραπείνασαν
πέει(προστ.) πες
πουλόπαπουλάκια
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταζέαφρέσκα, ζεστά taze/tāze
’τραγώδεσα(ετραγώδεσα) τραγούδησα
τσητης
’φκά(αφκά) κάτω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
βάλεν(προστ.) βάλε
γιοκόχι yok
γομάρ’φορτίο (από ξύλο ή χόρτα) που το έφεραν στην πλάτη ή στην ράχη ζώου
εγκαλιόποναγκαλιά, αγκαλίτσα
εκόπενκόπηκε
έμπρι͜αμπροστά ἐμπρός
έπαρ’(προστ.) πάρε
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
θέλ’νεθέλουν
θρυμμουλόπαψιχουλάκια
καζμάτσ̌ι͜αφυλλοβόλοι ή αειθαλείς θάμνοι και δέντρα γνωστοί και με την ονομασία ίληξ ο κολχικός (ilex colchica) ή λιόπρινο kazmaç
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καρδόπακαρδούλες
καρδόποκαρδούλα
κατακέφαλαπρος τα κάτω
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
λαλόποφωνούλα
ματούμαιματώνομαι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νοματίωνανθρώπων, ατόμων ὀνόματοι
ομμάτι͜αμάτια
ουδεν ουκί<οὐχί
παπάλι, επίσης, ακόμα
παζλαμάτσ̌ι͜αστρογγυλό επίπεδο ψωμί/πίτα ψημένο σε λαμαρίνα bazlamaç
παλαλούμαιτρελαίνομαι
’παρεπείνασαν(επαρεπείνασαν) παραπείνασαν
πέει(προστ.) πες
πουλόπαπουλάκια
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
σπαρέλιμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
ταζέαφρέσκα, ζεστά taze/tāze
’τραγώδεσα(ετραγώδεσα) τραγούδησα
τσητης
’φκά(αφκά) κάτω
Εσύ απ’ ατού αναστέναξον
Σημειώσεις
¹ Την άνοιξη έχουν μικρά λευκά άνθη, ενώ το φθινόπωρο και το χειμώνα έχουν κυρίως κόκκινους, πορτοκαλί και κίτρινους διακοσμητικούς καρπούς που χρησιμοποιούνται στη Χριστουγεννιάτικη διακόσμηση (μη συγχέονται με τα γκυ). Τα ξερά κλαδιά τους χρησίμευαν και ως προσανάμματα. Στην τουρκική είναι επίσης γνωστά και ως çoban püskülü ή ışılgan/ışığan.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost