.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Επέζεψα το πεκιαρλούκ’

Επέζεψα το πεκιαρλούκ’
fullscreen
Επέζεψα το πεκιαρλούκ’,
θα πάω γυναικίζω
Σα ξένα τ’ ανεγνώριμα,
έμορφον θα χωρίζω

Εγώ το πολλά το ρακίν,
γιαβρί μ’ / ψ̌ήκα μ’, θ’ απιδι͜αβαίνω
Σ’ ατού τα κάλλι͜α σ’ τ’ έμορφα,
έναν βραδήν θα μένω

Εμέρωσεν, τσούνας κουτάβ’,
σούκ’, ποίσον τη μετάνοια σ’
Άνοιξον τα ξερόχ̌ερα σ’,
έπαρ’ με σην εγκάλια σ’

Ατέ πιάν’ με με το ζόρ’,
σύρ’ με και σο καλύβ’ν ατ’ς
’Κ’ επόρεσα να χαλάνω
το τρανόν το χατίρ’ν ατ’ς
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανεγνώριμαμη γνώριμα, άγνωστα, ξένα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ατέαυτή
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
βραδήνβράδυ
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
εγκάλιααγκαλιά
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέζεψαβαρέθηκα, κουράστηκα bezmek
επόρεσαμπόρεσα
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλι͜ακάλλη
πεκιαρλούκ’εργένικη ζωή bekarlık<bekâr
πιάν’πιάνει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σούκ’(προστ.) σήκω
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χαλάνωχαλάω, καταστρέφω
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χωρίζωξεχωρίζω, ξεδιαλέγω
ψ̌ήκαψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανεγνώριμαμη γνώριμα, άγνωστα, ξένα
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ατέαυτή
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
βραδήνβράδυ
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
γυναικίζωβρίσκω γυναίκα, νυμφεύομαι
εγκάλιααγκαλιά
εμέρωσενξημέρωσε
έμορφαόμορφα
έμορφονόμορφο
έπαρ’(προστ.) πάρε
επέζεψαβαρέθηκα, κουράστηκα bezmek
επόρεσαμπόρεσα
ζόρ’ζόρι zor/zūr
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλι͜ακάλλη
πεκιαρλούκ’εργένικη ζωή bekarlık<bekâr
πιάν’πιάνει
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
σούκ’(προστ.) σήκω
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
χαλάνωχαλάω, καταστρέφω
χατίρ’νχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
χωρίζωξεχωρίζω, ξεδιαλέγω
ψ̌ήκαψυχούλα
Επέζεψα το πεκιαρλούκ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost