.
.
Σ’ αυτόν που τον έλεγαν Γώγο

Ένας αητέντς ’κι δί’ την ψ̌ην

Ένας αητέντς ’κι δί’ την ψ̌ην
fullscreen
Τ’ αμάραντα μαραίν’ντανε
και τα σιδέρ’τα λύουν
Ένας αητέντς ’κι δί’ την ψ̌ην,
[έι, έι, έι] δάκρυ͜α ’κι πρέπ’ να ’κχ̌ύουν

Τη κεμεντζ̌ές το παίξιμον
τον Άδ’ εχαρεντέρτσεν
Πασ̌τάν τ’ αγγέλτς εκλαίνιξεν,
[έι, έι, έι] το Χάρον εφοβέρτσεν

Εσύ κράτ’, Χάρε, το σπαθίν
κι ο Γώγον το τοξάρι
και κλώστ’ ερώτα ας λέγω σε
[έι, έι, έι] «Ποίος έν’ παλληκάρι;»

Τοξάρ’ πουθέν ’κ’ ευρίεται
σον κόσμον δεν υπάρχει
αέτσ’ γλυκά να κελαηδεί
[ψ̌η μ’, ψ̌η μ’, ψ̌η μ’] άμον τη Πατριάρχη

Χάρε, ακόντσον το σπαθί σ’,
όσον ντο θέλτς σ’ ακόνι σ’
Εσύ το Γώγον ’κ’ επορείς
[έι, έι, έι] να φέρτς ατον σ’ αλώνι σ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγγέλτςαγγέλους
αέτσ’έτσι
αητέντςαητός
ακόνικάθε σκληρή πέτρα στην οποία τρίβουν την κόψη μαχαιριού ή άλλου μεταλλικού εργαλείου για να γίνει πιο κοφτερή ἀκόνη
ακόντσον(προστ.) ακόνισε
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
δί’δίνει
εκλαίνιξενστενοχώρησε, έκανε κπ να κλάψει
έν’είναι
επορείςμπορείς
ερώτα(προστ.) ρώτησε
ευρίεταιβρίσκεται
εφοβέρτσενφοβέρισε
εχαρεντέρτσενχαροποίησε, ψυχαγώγησε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
’κχ̌ύουνεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λύουνλιώνουν
μαραίν’ντανεμαραίνονται
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουθένπουθενά
πρέπ’ταιριάζει/ω
σιδέρ’τασίδερα
τοξάρ’δοξάρι
φέρτςφέρεις, φέρνεις
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγγέλτςαγγέλους
αέτσ’έτσι
αητέντςαητός
ακόνικάθε σκληρή πέτρα στην οποία τρίβουν την κόψη μαχαιριού ή άλλου μεταλλικού εργαλείου για να γίνει πιο κοφτερή ἀκόνη
ακόντσον(προστ.) ακόνισε
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
δί’δίνει
εκλαίνιξενστενοχώρησε, έκανε κπ να κλάψει
έν’είναι
επορείςμπορείς
ερώτα(προστ.) ρώτησε
ευρίεταιβρίσκεται
εφοβέρτσενφοβέρισε
εχαρεντέρτσενχαροποίησε, ψυχαγώγησε
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κεμεντζ̌έςλύρας kemençe/kemānçe
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κράτ’κράτα, βάστα, κάνε κράτει (προστ.)
’κχ̌ύουνεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λύουνλιώνουν
μαραίν’ντανεμαραίνονται
πασ̌τάνολωσδιόλου, εντελώς baştan
ποίος(ερωτημ.) ποιός, (αναφ.αντων.) όποιος
πουθένπουθενά
πρέπ’ταιριάζει/ω
σιδέρ’τασίδερα
τοξάρ’δοξάρι
φέρτςφέρεις, φέρνεις
ψ̌ηψυχή
ψ̌ηνψυχή
Ένας αητέντς ’κι δί’ την ψ̌ην
Σημειώσεις
Αφήγηση: Μιχάλης Καραβέλας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost