.
.
Ση Πούλιας το ξημέρωμαν

’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε

’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
fullscreen
Και σο ζωνάρ’ και σο πλεκάδ’
αρ’ έχω μερτικόν-ι
Αφήντς εμέν το παλληκάρ’
και παίρτς τον πεντικόν-ι

’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
για τ’ εμάς τέρεν ντο λέγ’νε!
Είνας έκουεν «Παρέσσα»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ έσαν
κι άλλε -ν- έκουεν «Μαρία»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ τρία

Ο ήλιον εβασίλεψεν
σου Λαϊλά τα κάσ̌ι͜α
Τυλίγουμαι σα μὲσα σ’(ο)
σου πλεκαδί’ σ’ τα πάχ̌ι͜α

’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
για τ’ εμάς τέρεν ντο λέγ’νε!
Είνας έκουεν «Παρέσσα»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ έσαν
κι άλλε -ν- έκουεν «Μαρία»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ τρία

Το στούδ’ν ατ’ς αγαπέσιμον,¹
τ’ οφρύδ’ κορδυλι͜ασμένον
Πουλόπο μ’, γιάμ’ κατ’ είπα σε
και -ν- είσαι χολιασμένον;

’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
για τ’ εμάς τέρεν ντο λέγ’νε!
Είνας έκουεν «Παρέσσα»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ έσαν
κι άλλε -ν- έκουεν «Μαρία»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ τρία

Απόψ’ εμπονεστίασα
μετ’ έναν τέκ’ ελαίαν
και πολεμούν να δίγ’νε με
εξήντα χρόνων γραίαν!

Ξαν! ’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
για τ’ εμάς τέρεν ντο λέγ’νε!
Είνας έκουεν «Παρέσσα»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ έσαν
κι άλλε -ν- έκουεν «Μαρία»
τα χρονόπα τ’ς είκοσ’ τρία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλεάλλη
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
αφήντςαφήνεις
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γραίανγριά
δίγ’νεδίνουν
είναςένας/μία
έκουενάκουγε
ελαίανελιά
εμπονεστίασαέφαγα κρέας προ της νηστείας της Μ. Σαρακοστής, κατέλυσα νηστεία, έφαγα κάτι εξαιρετικά επιθυμητό
έσανήταν
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κατ’γιατί/γιατί δεν
κορδυλι͜ασμένονγεμάτο κόμπους, μπλεγμένο, περιπλεγμένο κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λέγ’νελένε
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ξανπάλι, ξανά
οφρύδ’φρύδι
παίρτςπαίρνεις
πάχ̌ι͜απάχη
πεντικόνποντικός
πλεκάδ’στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
πλεκαδί’(γεν.) στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
πουλόποπουλάκι
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
στούδ’νοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τυλίγουμαιτυλίγομαι
χολιασμένονθυμωμένο, αγανακτισμένο
χρονόπαχρονάκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλεάλλη
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
αφήντςαφήνεις
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
γραίανγριά
δίγ’νεδίνουν
είναςένας/μία
έκουενάκουγε
ελαίανελιά
εμπονεστίασαέφαγα κρέας προ της νηστείας της Μ. Σαρακοστής, κατέλυσα νηστεία, έφαγα κάτι εξαιρετικά επιθυμητό
έσανήταν
κάσ̌ι͜ααπότομοι βράχοι, γκρεμοί kaş
κατ’γιατί/γιατί δεν
κορδυλι͜ασμένονγεμάτο κόμπους, μπλεγμένο, περιπλεγμένο κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
λέγ’νελένε
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ξανπάλι, ξανά
οφρύδ’φρύδι
παίρτςπαίρνεις
πάχ̌ι͜απάχη
πεντικόνποντικός
πλεκάδ’στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
πλεκαδί’(γεν.) στενή μακρά υφαντή ζώνη γυναικών
πουλόποπουλάκι
πουτσήκόρη, νέα κοπέλα
στούδ’νοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τέκ’μόνο, ένα, μοναδικό tek
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τυλίγουμαιτυλίγομαι
χολιασμένονθυμωμένο, αγανακτισμένο
χρονόπαχρονάκια
’Μώ σε, νε πουτσή Ελένε
Σημειώσεις
¹ Είναι αξιαγάπητη (μέχρι το κόκκαλο)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost