.
.
Ση Πούλιας το ξημέρωμαν

Ο φέγγον Ματσουκάτες έν’

Ο φέγγον Ματσουκάτες έν’
fullscreen
Ο φέγγον Ματσουκάτες έν’,
εξέρ’ ας σο τερτόπο μ’
Όντες βραδύν’ ευτάει με φως
και πάω με τ’ αρνόπο μ’

Έλα, τρυγόνα μ’, μετ’ εμέν
ποίσον τα μαντζιρ’κά σ’
Πόσον κι άλλον θα κάθεσαι,
πουλί μ’, σα γονικά σ’;

Θεού χαράμ’ θα ’ίνουμαι
θα μπαίνω σο καρδόπο σ’
Νασάν εκείνον που μερών’
σο γλυκύν τ’ εγκαλιόπο σ’

Κοπάδι͜α αιγίδι͜α, πρόατα
βοούνε τα ραχ̌ία
Κι εγώ, τρυγόνα μ’, έρημος
σύρω τη μαναχ̌ίαν

Εσύ είσαι τσ’ ανατολής
το λαμπερόν το άστρον
Θα σύρω και σαρεύω σε
απέσ’ σ’ εμόν το κάστρον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραδύν’βραδιάζει
γλυκύνγλυκιά/ό
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
μαναχ̌ίανμοναξιά
μαντζιρ’κάγαλακτοκομικά προϊόντα macun
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σαρεύωτυλίγω, περικυκλώνω, εναγκαλίζομαι μτφ. αρέσκομαι σε sarmak
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φέγγονφεγγάρι
χαράμ’χαράμι, κάτι που δεν έχει τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
βραδύν’βραδιάζει
γλυκύνγλυκιά/ό
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
εξέρ’ξέρω/ει, γνωρίζω/ει
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’ίνουμαιγίνομαι
καρδόποκαρδούλα
μαναχ̌ίανμοναξιά
μαντζιρ’κάγαλακτοκομικά προϊόντα macun
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πρόαταπρόβατα
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σαρεύωτυλίγω, περικυκλώνω, εναγκαλίζομαι μτφ. αρέσκομαι σε sarmak
σύρωσέρνω, τραβώ, ρίχνω
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φέγγονφεγγάρι
χαράμ’χαράμι, κάτι που δεν έχει τελικά όφελος ή αποτέλεσμα haram/ḥarām
Ο φέγγον Ματσουκάτες έν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost