.
.
Καπίκιοϊ

Ασ’ έναν μαχαλάν είμες

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ασ’ έναν μαχαλάν είμες
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ασ’ έναν μαχαλάν είμες
κι ασ’ έναν γειτονίαν
Πάντα ’γώ ’κι θα έρχουμαι,
έλα κι εσύ πα μίαν

Τ’ οσπίτ’ν ατ’ς καινουργόχτιστον
και κιρετσ̌λιαεμένον
Εχάσεν τ’ ανοιγάρι͜α ’θε
κι επέμ’νεν κλειδωμένον

Τη μαχαλά σ’ εγόρασα,
τ’ ημ’σόν θα πατουρεύω
Κι ατού σ’ άσπρον την ψ̌η σ’ απέσ’
νουσκά θα γιαπτουρεύω

Απάν’ σον Άεν-Πνεύματον
κερίν εξέβα ν’ άφτω
Είδ’ ατεν και κατ’ έπαθα
τον κύρ’ν ατ’ς ανασκάφτω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άενάγιο
άεν-Πνεύματονάγιο Πνεύμα
ανασκάφτωβλαστημώ, βρίζω
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ασ’από
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
άφτωανάβω
γιαπτουρεύωπαραγγέλνω να μου φτιάξουν, αγοράζω yaptırmak
εγόρασααγόρασα
είμεςείμαστε
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέμ’νεναπόμεινε
έρχουμαιέρχομαι
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
ημ’σόνμισό/η
’θετου/της
καινουργόχτιστονκαινούριο χτισμένο
κατ’γιατί/γιατί δεν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιρετσ̌λιαεμένονασβεστωμένο, ασπρισμένο kireçlemek<gireç
κύρ’νκύρη, πατέρα
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μίανμια φορά
νουσκάφυλαχτό, τριγωνική θήκη που περιέχει γραπτές θρησκευτικές ή μαγικές ευχές που πίστευαν ότι προστατεύει τον κομιστή από επιβλαβή αποτελέσματα και φέρνει καλοσύνη muska/nusḫa
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατουρεύωεμβυθίζω, πνίγω, μτφ. καταστρέφω, μτφ. χρεωκοπώ batırmak
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άενάγιο
άεν-Πνεύματονάγιο Πνεύμα
ανασκάφτωβλαστημώ, βρίζω
ανοιγάρι͜ακλειδιά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
ασ’από
ατεναυτήν
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
ατ’ςαυτής, της
άφτωανάβω
γιαπτουρεύωπαραγγέλνω να μου φτιάξουν, αγοράζω yaptırmak
εγόρασααγόρασα
είμεςείμαστε
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
επέμ’νεναπόμεινε
έρχουμαιέρχομαι
εχάσενέχασε, έδιωξε, πέταξε
ημ’σόνμισό/η
’θετου/της
καινουργόχτιστονκαινούριο χτισμένο
κατ’γιατί/γιατί δεν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιρετσ̌λιαεμένονασβεστωμένο, ασπρισμένο kireçlemek<gireç
κύρ’νκύρη, πατέρα
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μαχαλάνγειτονιά mahalle/maḥalle
μίανμια φορά
νουσκάφυλαχτό, τριγωνική θήκη που περιέχει γραπτές θρησκευτικές ή μαγικές ευχές που πίστευαν ότι προστατεύει τον κομιστή από επιβλαβή αποτελέσματα και φέρνει καλοσύνη muska/nusḫa
οσπίτ’νσπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πατουρεύωεμβυθίζω, πνίγω, μτφ. καταστρέφω, μτφ. χρεωκοπώ batırmak
ψ̌ηψυχή
Ασ’ έναν μαχαλάν είμες

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost