.
.
Καπίκιοϊ

Γετίμογλης

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Γετίμογλης
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ν’ αηλί εσέν Γετίμογλη,
επέθανεν ο κύρη σ’
Με τη κυρού σ’ τον θάνατον
εχάθεν το χατίρι σ’ [νέι]

Ν’ αηλί εσέν Γετίμογλη,
εχάθεν τ’ εχτιπάρι σ’
Εχ̌ι͜όντσεν και ’κι λιμενεύ’
σο ξερόν το κιφάλι σ’ [νέι]

Επατούρεψα τον εαυτό μ’,
εσ̌κεπάγα -ν- ας σο χρέος
’Βλαστήμεσα, ’βλαστήμεσα,
εγέμ’νε άμον Εβραίος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
’βλαστήμεσα(εβλαστήμεσα) βλαστήμησα, έβρισα
εγέμ’νεέγινα
επατούρεψαεμβύθισα, έπνιξα, μτφ. κατέστρεψα μτφ. χρεωκόπησα batırmak
επέθανενπέθανε
εσ̌κεπάγασκέπαστηκα
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχάθενχάθηκε
εχτιπάριαξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
θάνατονθάνατος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κυρούπατέρα
λιμενεύ’αποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
’βλαστήμεσα(εβλαστήμεσα) βλαστήμησα, έβρισα
εγέμ’νεέγινα
επατούρεψαεμβύθισα, έπνιξα, μτφ. κατέστρεψα μτφ. χρεωκόπησα batırmak
επέθανενπέθανε
εσ̌κεπάγασκέπαστηκα
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
εχάθενχάθηκε
εχτιπάριαξιοπρέπεια, κύρος, αξιοπιστία itibar/iʿtibār
θάνατονθάνατος
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλικεφάλι
κυρούπατέρα
λιμενεύ’αποκαλύπτεται από τα χιόνια που λιώνουν
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
χατίριχάρη, σεβασμός, υπόληψη hatır/ḫāṭir
Γετίμογλης

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost