.
.
Τ’ ομμάτι͜α σ’ ματοζίνιχα

Είδ’ ατέναν

Είδ’ ατέναν
fullscreen
Είδ’ ατέναν σην οτάν
ελάιζεν το δουρβάν’
Εψαλάφεσ’ ατεν ταν
κι εδώκε με φίλεμαν

Είδ’ ατέναν ση στράταν,
ελάλ’νεν την αραπάν
Είδ’ ατεν σ’ αλών’ απάν’
ελάλ’νεν με το τουκάν’

Είδ’ ατεν με το ζυγόν,
πώς επέγ’νεν σο νερόν
Είδ’ ατεν πώς έπλεκεν
ορταρόπα για τ’ εμέν

Τ’ ομματόπα σ’ τ’ έμορφα
εγώ ποδεδίζ’ ατα
Τα μάγ’λα σ’ τα κόκκινα
δάκω, τσιρμουλίζ’ ατα

Έλα, να λελεύω σε
εγώ, ψ̌η μ’, θα παίρω σε
και νύφε σην εκκλησίαν
μετ’ εμέν θα παίρω σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
αραπάνάμαξα araba
ατααυτά
ατεναυτήν
ατέναναυτήν
δάκωδαγκώνω
δουρβάν’ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
εδώκεέδωσε
ελάιζενκουνούσε πέρα-δώθε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
έμορφαόμορφα
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εψαλάφεσ’ζήτησα, αιτήθηκα
ζυγόνζυγός ξύλινος (εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων ή για κουβάλημα νερού με κουβάδες προσαρτημένους σε κάθε άκρη) / μέτρο έκτασης στην πορεία του ήλιου ισοδύναμο με μια ώρα
λελεύωχαίρομαι
μάγ’λαμάγουλα magulum
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύφενύφη
ομματόπαματάκια
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
οτάνδωμάτιο oda
παίρωπαίρνω
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τουκάν’αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
τσιρμουλίζ’τσιμπώ/άει uçurmak
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
αραπάνάμαξα araba
ατααυτά
ατεναυτήν
ατέναναυτήν
δάκωδαγκώνω
δουρβάν’ξύλινο αγγείο μέσα στο οποίο φτιάχνεται το βούτυρο από γάλα ή γιαούρτι
εδώκεέδωσε
ελάιζενκουνούσε πέρα-δώθε
ελάλ’νενέβγαζε λαλιά, καλούσε, αποκαλούσε, προσκαλούσε, οδηγούσε
έμορφαόμορφα
επέγ’νενπήγαινε, προχωρούσε, έφευγε
εψαλάφεσ’ζήτησα, αιτήθηκα
ζυγόνζυγός ξύλινος (εξάρτημα για το ζέψιμο των ζώων ή για κουβάλημα νερού με κουβάδες προσαρτημένους σε κάθε άκρη) / μέτρο έκτασης στην πορεία του ήλιου ισοδύναμο με μια ώρα
λελεύωχαίρομαι
μάγ’λαμάγουλα magulum
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νύφενύφη
ομματόπαματάκια
ορταρόπα(υποκορ.) μάλλινες κάλτσες ἀορτήρ
οτάνδωμάτιο oda
παίρωπαίρνω
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
τουκάν’αλωνιστική τυκάνη αποτελούμενη από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα στην κάτω επιφάνεια των οποίων έχουν σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους για να συνθλίβονται και αχυροποιούνται τα στάχυα και να εκοκκίζονται τυκάνη
τσιρμουλίζ’τσιμπώ/άει uçurmak
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
Είδ’ ατέναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost