.
.
Τα ποντιακά του σήμερα

Είχα είναν μάναν

Είχα είναν μάναν
fullscreen
Είχα είναν μάναν
άμον μάλαμαν
και -ν- απάν’ σον κόσμον
χωρίς αντάλλαγμαν

Και -ν- ατώρα πού έν’;
Εχάθεν και πάει
Ας σ’ αφκά τον κόσμον,
άτσ̌απα ντ’ ευτάει;

Σο νου μ’ έρ’ται πάντα
αραεύ’ ατεν
Εθαρρώ θα έρ’ται
θα ελέπ’ ατεν

Απ’ εκεί σον κόσμον
κανείς ’κ’ έρχεται
Τ’ εμόν η μανίτσα
πώς να κλώσ̌κεται;

Τ’ όνομαν τη μάνας
άμον κιμιάν
Τον τόπον τη μάνας
τιδέν ’κι πιάν’

Ατέ φέρ’ σον κόσμον
καθαέναν ψ̌ην
Ατέ τυρα̤ννίεται
σ’ όλιον την ζωήν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατεναυτήν
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
ατώρατώρα
αφκάκάτω
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
είνανέναν, μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εχάθενχάθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθαένανκαθένα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
μάλαμανο χρυσός
όλιονόλο, ολόκληρο
πιάν’πιάνει
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
φέρ’φέρνω/ει
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αραεύ’ψάχνω/ει, αναζητώ/άει, γυρεύω/ει aramak
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατέαυτή
ατεναυτήν
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
ατώρατώρα
αφκάκάτω
εθαρρώθαρρώ, νομίζω, υποθέτω
είνανέναν, μία
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
εχάθενχάθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καθαένανκαθένα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κλώσ̌κεταιγυρίζει, επιστρέφει
μάλαμανο χρυσός
όλιονόλο, ολόκληρο
πιάν’πιάνει
τιδέντίποτα
τυρα̤ννίεταιτυραννιέται, ταλαιπωριέται
φέρ’φέρνω/ει
ψ̌ηνψυχή
Είχα είναν μάναν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost