.
.
Ομεύω κι ονειρεύκουμαι, θυμούμαι και πορεύω

Τσ̌οπάνε μ’, με τα πρόβατα σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τσ̌οπάνε μ’, με τα πρόβατα σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Τσ̌οπάνε μ’, με τα πρόβατα σ’
λάσ̌κεσαι τα ραχ̌ία
[βάι ν’ αηλί εμέν!/ντό να ’ίνουμαι;]
Καμίαν πα ’κ’ ευρίεσαι
και ση φαγοποσίαν
[βάι ν’ αηλί εμέν!/ντό να ’ίνουμαι;]

Έναν κορίτσ’ σον ύπνον ατ’ς
ατόν ορωματά̤στεν
[βάι ν’ αηλί εμέν!/ντό να ’ίνουμαι;]
Παρακαλεί την μάναν ατ’ς
«τον τσ̌οπάνον φερ’τέστεν»
[ντό να ’ίνουμαι;/βάι ν’ αηλί εμέν!]

Αν αποθάνω θάψον με -ν-
αφκά σο παθενόπον
[ντό να ’ίνουμαι;/βάι ν’ αηλί εμέν!]
Να ’λέπω την τρυγόνα μου
πώς αλμέ͜ει το χτηνόπον
[βάι ν’ αηλί εμέν!/ντό να ’ίνουμαι;]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλμέ͜ειαρμέγει
αποθάνωπεθαίνω
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
ευρίεσαιβρίσκεσαι
θάψον(προστ.) θάψε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
’λέπω(ελέπω) βλέπω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορωματά̤στενονειρεύτηκε
παπάλι, επίσης, ακόμα
παθενόπον(υποκορ.) παχνί πάθνη<φάτνη
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φερ’τέστεν(προστ.) φέρτε
χτηνόποναγελαδίτσα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλμέ͜ειαρμέγει
αποθάνωπεθαίνω
ατ’ςαυτής, της
αφκάκάτω
ευρίεσαιβρίσκεσαι
θάψον(προστ.) θάψε
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
λάσ̌κεσαιπεριφέρεσαι, τριγυρνάς, περιπλανιέσαι ἀλάομαι/ηλάσκω
’λέπω(ελέπω) βλέπω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ορωματά̤στενονειρεύτηκε
παπάλι, επίσης, ακόμα
παθενόπον(υποκορ.) παχνί πάθνη<φάτνη
ραχ̌ίαράχες, βουνά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φερ’τέστεν(προστ.) φέρτε
χτηνόποναγελαδίτσα
Τσ̌οπάνε μ’, με τα πρόβατα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost