.
.
Γώγος - Κωστάκης | Χθες, σήμερα, πάντα...

Πάντα λες, πάντα γελάς

Πάντα λες, πάντα γελάς
fullscreen
Πάντα λες, πάντα γελάς
[και] σο πεγάδ’ όντες θα πας
Τα παλληκάρι͜α κομπώντς
και χωρίς σειρά γομώντς

Έσυρα την κερεντήν
[και] σα τσ̌αλία αναμεσά
Τη πεκιάρ’ το χόρεμαν
σα κορτσόπα ανάμεσα

Η τρυγόνα μ’ σο χορόν
κι εγώ τερώ το μωρόν
Ατό ’κ’ υποφέρκεται
και πότε θα ξημερών’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αναμεσάανάμεσα
γομώντςγεμίζεις
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κορτσόπακοριτσάκια
όντεςόταν
πεγάδ’βρύση
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
τερώκοιτώ
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αλίατσαλιά, αγκαθωτοί θάμνοι çalı
υποφέρκεταιυποφέρεται
χόρεμανχορός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αναμεσάανάμεσα
γομώντςγεμίζεις
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κερεντήνκόσσα, μακρυδρέπανο, γεωργικό εργαλείο με το οποίο θερίζεται το τριφύλλι ή άλλο χόρτο, είδος δρεπανιού գերանդի (gerandi)
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
κορτσόπακοριτσάκια
όντεςόταν
πεγάδ’βρύση
πεκιάρ’(γεν. αιτ. ενικ.) εργένη, (ονομ. πληθ.) εργένηδες bekâr/bekār
τερώκοιτώ
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τσ̌αλίατσαλιά, αγκαθωτοί θάμνοι çalı
υποφέρκεταιυποφέρεται
χόρεμανχορός
Πάντα λες, πάντα γελάς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost